οιονεί: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[οιονεί]] δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. [[οἷον]] αἰ)<br />[[κατά]] κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῑα οἱονεὶ [[ἔντερον]] [[εὖρος]] ἔχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οιονεί]] [[νομή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[μορφή]] νομής που αποτελεί μερική [[φυσική]] εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με [[διάνοια]] δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε [[αντιδιαστολή]] με την καθολική [[νομή]] ή, [[απλώς]], [[νομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]], ουδ. της αντων. [[οἷος]] <span style="color: red;">+</span> υποθετικό <i>εἰ</i> (δωρ. [[οἷον]] αἰ</i>). Ο τ. <i>οἱονανεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰ</i>].
|mltxt=(Α [[οιονεί]] δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. [[οἷον]] αἰ)<br />[[κατά]] κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῖα οἱονεὶ [[ἔντερον]] [[εὖρος]] ἔχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οιονεί]] [[νομή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[μορφή]] νομής που αποτελεί μερική [[φυσική]] εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με [[διάνοια]] δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε [[αντιδιαστολή]] με την καθολική [[νομή]] ή, [[απλώς]], [[νομή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]], ουδ. της αντων. [[οἷος]] <span style="color: red;">+</span> υποθετικό <i>εἰ</i> (δωρ. [[οἷον]] αἰ</i>). Ο τ. <i>οἱονανεί</i> <span style="color: red;"><</span> [[οἷον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἄν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>εἰ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ)
κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ' ἐοικυῖα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «οιονεί νομή»
(νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση του πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια δικαιούχου ενεχείρου ή δουλείας, σε αντιδιαστολή με την καθολική νομή ή, απλώς, νομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον, ουδ. της αντων. οἷος + υποθετικό εἰ (δωρ. οἷον αἰ). Ο τ. οἱονανεί < οἷον + ἄν + εἰ].