οὐρεσιφοίτης: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)].
|mltxt=[[οὐρεσιφοίτης]], ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῖτις, -ίτιδος (Α)<br />αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>οὔρεσι</i> του [[οὖρος]], -<i>εος</i> (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[φοίτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρεσῐφοίτης Medium diacritics: οὐρεσιφοίτης Low diacritics: ουρεσιφοίτης Capitals: ΟΥΡΕΣΙΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: ouresiphoítēs Transliteration B: ouresiphoitēs Transliteration C: ouresifoitis Beta Code: ou)resifoi/ths

English (LSJ)

οὐρεσιφοίτου, ὁ, mountain-haunting, ib.9.524.16,525.16 codd., etc.:—fem. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Orph.H.1.8.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, = οὐρεόφοιτος, so heißen Bacchus u. Apollo, Hymn. (IX, 524. 525, 16).

Russian (Dvoretsky)

οὐρεσῐφοίτης: ου adj. m посещающий горы (эпитет Вакха и Аполлона) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρεσιφοίτης: -ου, = οὐρεόφοιτος, Ἀνθ. Π. 9. 524., 525, 16 κτλ.· - θηλ. οὐρεσιφοῖτις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 1. 7, Νόνν. Δ. 9. 76.

Greek Monolingual

οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῖτις, -ίτιδος (Α)
αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι του οὖρος, -εος (V), ιων. τ. του όρος (ΙΙ) + -φοίτης (< φοιτῶ)].

Greek Monotonic

οὐρεσιφοίτης: -ου, ὁ, = οὐρεόφοιτος, σε Ανθ.

Middle Liddell

οὐρεσι-φοίτης, ου, ὁ, = οὐρεόφοιτος, Anth.]