σμίλαξ: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων [[φυτών]], [[συνήθως]] αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] της τάξης [[λιλιώδη]], περιλαμβάνει 300 [[περίπου]] είδη και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[αρκουδόβατος]], ξυλόβατος κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[δρυς]] η αρία<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μίλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σμῑλαξ ἡ [[κηπαία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[φασίολος]] ο [[κοινός]]<br />β) «σμῑλαξ ἡ [[λεία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] περιαλλόκαυλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[δόναξ]])].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />η [[σμίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[πλούταξ]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων [[φυτών]], [[συνήθως]] αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] της τάξης [[λιλιώδη]], περιλαμβάνει 300 [[περίπου]] είδη και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[αρκουδόβατος]], ξυλόβατος κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[δρυς]] η αρία<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μίλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σμῑλαξ ἡ [[κηπαία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[φασίολος]] ο [[κοινός]]<br />β) «σμῖλαξ ἡ [[λεία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] περιαλλόκαυλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[δόναξ]])].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />η [[σμίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. [[πλούταξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

Greek Monolingual

(I)
η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη και είναι γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αρκουδόβατος, ξυλόβατος κ.ά.
αρχ.
1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό δρυς η αρία
2. το φυτό μίλος
3. φρ. α) «σμῑλαξ ἡ κηπαία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό φασίολος ο κοινός
β) «σμῖλαξ ἡ λεία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό περιαλλόκαυλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόναξ)].
(II)
ὁ, Μ
η σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + επίθημα -αξ (πρβλ. πλούταξ)].