τελευταίος: Difference between revisions
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / τελευταῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στο [[τέλος]], ύστατος, [[έσχατος]] (α. «η τελευταία του [[επιθυμία]] ήταν ένα [[ταξίδι]] με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατώτερος]], ο [[χειρότερος]] σε [[ποιότητα]] ή σε [[αξία]] («[[είναι]] ο [[τελευταίος]] [[μαθητής]]»)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πρόσφατος]] («στην τελευταία του [[επίσκεψη]] έφερε [[πολλά]] δώρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέγιστος]], ο [[άκρος]], ο [[χειρότερος]] («ἡ τελευταία [[ὕβρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῖοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) (<i>τὸ</i>) <i>τελευταῖον</i> και (<i>τὰ</i>) <i> | |mltxt=-α, -ο / τελευταῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στο [[τέλος]], ύστατος, [[έσχατος]] (α. «η τελευταία του [[επιθυμία]] ήταν ένα [[ταξίδι]] με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατώτερος]], ο [[χειρότερος]] σε [[ποιότητα]] ή σε [[αξία]] («[[είναι]] ο [[τελευταίος]] [[μαθητής]]»)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[πρόσφατος]] («στην τελευταία του [[επίσκεψη]] έφερε [[πολλά]] δώρα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέγιστος]], ο [[άκρος]], ο [[χειρότερος]] («ἡ τελευταία [[ὕβρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῖοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) (<i>τὸ</i>) <i>τελευταῖον</i> και (<i>τὰ</i>) <i>τελευταῖα</i><br />τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῖόν τε προσβλέψαιμι νῡν», <b>Σοφ.</b><br />β. «ὅτε τὰ τελευταῖα ἔλεγεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τελευταίως</i> και <i>τελευταία</i> Ν<br /><b>χρον.</b> το τελευταίο [[διάστημα]], πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελευτή]] «έσχατο [[σημείο]], [[τέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σπουδή]]: [[σπουδαῖος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
-α, -ο / τελευταῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο τελευταίος μαθητής»)
2. (με χρον. σημ.) πρόσφατος («στην τελευταία του επίσκεψη έφερε πολλά δώρα»)
αρχ.
1. μέγιστος, ο άκρος, ο χειρότερος («ἡ τελευταία ὕβρις», Σοφ.)
2. (με επιρρμ. σημ.) τελευταίως («παρελθόντες τελευταῖοι», Θουκ.)
3. (το ουδ. εν. και σπάν. πληθ. με ή χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) (τὸ) τελευταῖον και (τὰ) τελευταῖα
τελευταίως, εσχάτως (α. «τελευταῖόν τε προσβλέψαιμι νῡν», Σοφ.
β. «ὅτε τὰ τελευταῖα ἔλεγεν», Πλάτ.)
4. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) επιτέλους.
επίρρ...
τελευταίως και τελευταία Ν
χρον. το τελευταίο διάστημα, πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελευτή «έσχατο σημείο, τέρμα» + κατάλ. -αῖος (πρβλ. σπουδή: σπουδαῖος)].