υποβιβασμός: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(43) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑποβιβασμός]], ΝΜΑ [[υποβιβάζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[τοποθέτηση]] σε κατώτερη [[μοίρα]] ( | |mltxt=ο / [[ὑποβιβασμός]], ΝΜΑ [[υποβιβάζω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[τοποθέτηση]] σε κατώτερη [[μοίρα]] («ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[υποβάθμιση]] στην [[ιεραρχία]], στο [[αξίωμα]] («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή [[απόλυση]]»)<br /><b>2.</b> (δημ. δίκ.) η [[κατά]] έναν βαθμό [[κάθοδος]] της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από [[απόφαση]] του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου<br /><b>3.</b> [[μείωση]] της σημασίας ή της αξίας, [[υποβάθμιση]] («ο [[υποβιβασμός]] της δημόσιας ζωής»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κένωση]], [[κάθαρση]] του πεπτικού συστήματος<br /><b>2.</b> [[πέψη]] τών τροφών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.