ωδή: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / ᾠδή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ᾠδά Α<br /><b>1.</b> (γενικά) λυρικό [[άσμα]], μελοποιημένο [[ποίημα]], [[τραγούδι]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) λυρικό [[ποίημα]] στο οποίο εκφράζονται με [[έξαρση]] τα αισθήματα του ποιητή<br /><b>νεοελλ.</b><br />ύμνος, [[αίνος]] («ωδή της χαράς»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[σύστημα]] τροπαρίων συντεθειμένων στον ίδιο ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρμόσυνος]] ύμνος («λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῑς παύειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> φαιδρό [[άσμα]]<br /><b>3.</b> σατυρικό ή σκωπτικό [[ποίημα]]<br /><b>4.</b> μαγικό [[άσμα]], [[επωδή]]<br /><b>5.</b> [[θρήνος]]<br /><b>6.</b> η [[ενέργεια]] του άδω<br /><b>7.</b> η [[φωνή]] τών πτηνών<br /><b>8.</b> <b>(μετων.)</b> [[χορδή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ᾠδὴ κιθαρῳδική» — [[άσμα]] για [[κιθάρα]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
|mltxt=η / ᾠδή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ᾠδά Α<br /><b>1.</b> (γενικά) λυρικό [[άσμα]], μελοποιημένο [[ποίημα]], [[τραγούδι]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) λυρικό [[ποίημα]] στο οποίο εκφράζονται με [[έξαρση]] τα αισθήματα του ποιητή<br /><b>νεοελλ.</b><br />ύμνος, [[αίνος]] («ωδή της χαράς»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[σύστημα]] τροπαρίων συντεθειμένων στον ίδιο ρυθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρμόσυνος]] ύμνος («λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῖς παύειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> φαιδρό [[άσμα]]<br /><b>3.</b> σατυρικό ή σκωπτικό [[ποίημα]]<br /><b>4.</b> μαγικό [[άσμα]], [[επωδή]]<br /><b>5.</b> [[θρήνος]]<br /><b>6.</b> η [[ενέργεια]] του άδω<br /><b>7.</b> η [[φωνή]] τών πτηνών<br /><b>8.</b> <b>(μετων.)</b> [[χορδή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ᾠδὴ κιθαρῳδική» — [[άσμα]] για [[κιθάρα]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ἀοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείδω]] «[[τραγουδώ]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Greek Monolingual

η / ᾠδή, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ᾠδά Α
1. (γενικά) λυρικό άσμα, μελοποιημένο ποίημα, τραγούδι
2. (ειδικά) λυρικό ποίημα στο οποίο εκφράζονται με έξαρση τα αισθήματα του ποιητή
νεοελλ.
ύμνος, αίνος («ωδή της χαράς»)
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. σύστημα τροπαρίων συντεθειμένων στον ίδιο ρυθμό
αρχ.
1. χαρμόσυνος ύμνος («λύπας πολυχόρδοις ᾠδαῖς παύειν», Ευρ.)
2. φαιδρό άσμα
3. σατυρικό ή σκωπτικό ποίημα
4. μαγικό άσμα, επωδή
5. θρήνος
6. η ενέργεια του άδω
7. η φωνή τών πτηνών
8. (μετων.) χορδή
9. φρ. «ᾠδὴ κιθαρῳδική» — άσμα για κιθάρα (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ἀοιδή (< ἀείδω «τραγουδώ»)].