Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀργυρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyropous
|Transliteration C=argyropous
|Beta Code=a)rguro/pous
|Beta Code=a)rguro/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with silver feet]] or [[legs]], κλίνη <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.21</span>; δίφρος <span class="title">IG</span>2.646, <span class="bibl">D.24.129</span>; φορεῖα <span class="bibl">Plb.30.25.18</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, ἀργυρόπουν, τό, gen. ποδος, [[with silver feet]] or [[legs]], κλίνη X.''An.''4.4.21; δίφρος ''IG''2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, , ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.
|dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />aux pieds d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />[[aux pieds d'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=ποδος, <i>[[silberfüßig]]</i>, [[δίφρος]] Dem. 24.129; s. Harp.; κλῖναι Xen. <i>An</i>. 4.4.21; [[φορεῖον]] Pol. 31.3.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρόπους:''' 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; [[δίφρος]] Dem.; [[φορεῖον]] Polyb.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ουν<br />[[de patas de plata]] κλῖναι X.<i>An</i>.4.4.21, Aristeas 320, Luc.<i>Cat</i>.16, φορεῖα Plb.30.25.18, [[δίφρος]] D.24.129, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.<i>Ep</i>.3.
|lstext='''ἀργῠρόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
|mltxt=[[ἀργυρόπους]] (-ποδος), -πουν (Α)<br />αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από [[ασήμι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀργῠρόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από [[ασήμι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρόπους:''' 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; [[δίφρος]] Dem.; [[φορεῖον]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=with [[silver]] feet, or legs, Xen.
|mdlsjtxt=with [[silver]] feet, or legs, Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[with silver feet]]
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόπους Medium diacritics: ἀργυρόπους Low diacritics: αργυρόπους Capitals: ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: argyrópous Transliteration B: argyropous Transliteration C: argyropous Beta Code: a)rguro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ἀργυρόπουν, τό, gen. ποδος, with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.

Spanish (DGE)

-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.

German (Pape)

ποδος, silberfüßig, δίφρος Dem. 24.129; s. Harp.; κλῖναι Xen. An. 4.4.21; φορεῖον Pol. 31.3.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρόπους: 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.

Greek Monolingual

ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῖναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).

Greek Monotonic

ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.

Middle Liddell

with silver feet, or legs, Xen.

English (Woodhouse)

with silver feet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)