ωδίνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(47c) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὠδίνω]], ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [[ὠδίς]], -<i> | |mltxt=[[ὠδίνω]], ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α [[ὠδίς]], -<i>ῖνος</i>]<br /><b>1.</b> (για ετοιμόγεννη) έχω [[ωδίνες]], [[κοιλοπονώ]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγωνιώ]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παράγω]] («[[μέλισσα]] [[κηρίον]] ὠδίνουσα», Χριστόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) α) [[τίκτω]], [[γεννώ]]<br />β) [[υφίσταμαι]] [[ωδίνες]], έχω οξύ πόνο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) (για το [[πνεύμα]]) [[εγκυμονώ]] σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ [[κενός]], ἀλλ' [[ἐγκύμων]] [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (γενικά) [[πονώ]] πολύ<br />γ) [[επιθυμώ]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να τρέμει σαν την ετοιμόγενη [[γυναίκα]] («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:55, 6 February 2024
Greek Monolingual
ὠδίνω, ΝΜΑ, και μτγν. επικ. τ. ὠδείνω Α ὠδίς, -ῖνος]
1. (για ετοιμόγεννη) έχω ωδίνες, κοιλοπονώ
2. μτφ. αγωνιώ
3. παροιμ. «ώδινεν όρος και έτεκε μυν» — λέγεται για προσδοκίες ή υποσχέσεις που απολήγουν σε μηδαμινό αποτέλεσμα
μσν.
παράγω («μέλισσα κηρίον ὠδίνουσα», Χριστόδ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) α) τίκτω, γεννώ
β) υφίσταμαι ωδίνες, έχω οξύ πόνο
2. μτφ. α) (για το πνεύμα) εγκυμονώ σκέψεις, στοχασμούς («ὠδίνεις γὰρ διὰ τὸ μὴ κενός, ἀλλ' ἐγκύμων εἶναι», Πλάτ.)
β) (γενικά) πονώ πολύ
γ) επιθυμώ πάρα πολύ
3. (μτβ.) κάνω κάτι να τρέμει σαν την ετοιμόγενη γυναίκα («ἡ βροντὴ ὠδίνησε γῆν», ΠΔ).