ἐξαρθρόω: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»). | |mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dislocate]]=== | |||
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: [[ontwrichten]]; French: [[disloquer]], [[luxer]], [[déboîter]]; Galician: dislocar; German: [[auskugeln]], [[ausrenken]], [[verrenken]], [[dislozieren]]; Greek: [[εξαρθρώνω]]; Ancient Greek: [[ἀποστρέφω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἐξαρθρέω]], [[ἐξαρθρόω]], [[ἐξαρθρῶ]], [[παραρθρέω]], [[στρέφω]]; Hungarian: kificamít; Italian: [[slogare]], [[lussare]]; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: [[luxo]]; Polish: zwichnąć; Portuguese: [[deslocar]]; Romanian: disloca; Russian: [[вывихивать]], [[вывихнуть]]; Slovene: izpahniti; Spanish: [[dislocar]]; Tagalog: malinsad | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 14 February 2024
English (LSJ)
dislocate, LXX 4 Ma. 10.5. ἐξηρθρωμένος, = ἔξαρθρος (dislocated) II, ἐπωμίδες Arist. Phgn. 810b35.
Spanish (DGE)
A ref. miembros corporales
I tr. dislocar medic. ὀστοῦν Poll.4.179, en v. pas. τὸ ἐξηρθρωμένον μέλος ... ἐνήρμοσε Gr.Nyss.Eun.2.188
•como tortura descoyuntar, desencajar οἱ δὲ ... τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν LXX 4Ma.10.5, ἐξαρθροῦσιν οἱ δήμιοι τὰ τῶν καταδίκων μέλη Hsch.α 7189, cf. Et.Gud.s.u. ἀρθρέμβολα, en v. pas. ἐξηρθρώθη τὰ ὀστᾶ μου de Cristo, Gr.Nyss.Ps.6 191.13.
II intr. en v. med.
1 anat. de las articulaciones ser prominente, en perf. estar muy saliente αἱ ἐπωμίδες ἐξηρθρωμέναι καὶ οἱ ὦμοι Arist.Phgn.810b35.
2 medic. dislocarse, luxarse ἐξαρθρουμένων μορίων Gal.14.791, ἢ οὖν κλᾶται ἢ ἐξαρθροῦται ... τὸ ἄρθρον Steph.in Hp.Fract.25.10
•fig. descomponerse, desarticularse, desquiciarse ὁ λογισμὸς ἐξαρθροῦται πολλάκις καὶ ἐξαρμόζεται Gr.Nyss.Pss.73.20, ὁ παράλυτος ... ἦν ψυχικῶς ἐξηρθρωμένος el paralítico estaba moralmente desarticulado (por ser pecador), Amph.Mesopent.184.
B ref. a la voz articular palabras τὸ τῆς φωνῆς πνεῦμα ... εὔπλαστον καὶ μιμηλὸν ἐξαρθροῦν ... παρέχοντες de ciertas aves canoras, Plu.2.972f.
German (Pape)
[Seite 872] ausrenken, Galen. – Bei Arist. physiogn. 6 ist ἐξηρθρωμένος gegliedert, = ἁρθρώδης, dem ἄναρθρος entgeggstzt, od. = Vor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρθρόω: ἐκβάλλω ἀπὸ τὴν κλείδωσιν, «στραγγουλίζω», Ἰωσήπ. Μακκ. 10. ΙΙ. ἐξηρθρωμένος, = τῷ προηγ. ΙΙ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
Greek Monolingual
(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).
Translations
dislocate
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀποστρέφω, ἐκκοκκίζω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad