ὑποσπανίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypospanizomai
|Transliteration C=ypospanizomai
|Beta Code=u(pospani/zomai
|Beta Code=u(pospani/zomai
|Definition=Pass., used by Trag. only in pf. part., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be scant]] or [[stinted of]], ὑπεσπανισμένοι βορᾶς <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>489</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>577</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, to [[be lacking]], to [[be left undone]], <b class="b3">τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον</b> (cf. χρεία <span class="bibl">11.4</span>) <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>740</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act. in signf. <span class="bibl">1.1</span>, <span class="bibl">Procop. <span class="title">Goth.</span>2.20</span>, <span class="bibl">3.25</span>; in signf. <span class="bibl">1.2</span>, <span class="bibl">Ph.2.64</span>,<span class="bibl">73</span>.</span>
|Definition=Pass., used by Trag. only in pf. part.,<br><span class="bld">A</span> to [[be scant]] or [[stinted of]], ὑπεσπανισμένοι βορᾶς [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''489, cf. ''Ch.''577.<br><span class="bld">2</span> of things, to [[be lacking]], to [[be left undone]], <b class="b3">τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον</b> (cf. [[χρεία]] II.4) [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''740.<br><span class="bld">II</span> Act. in signf. 1.1, Procop. ''Goth.''2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.
}}
{{bailly
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' [[ощущать некоторый недостаток]], [[нуждаться]] (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ [[ἔστι]] χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσπᾰνίζομαι''': Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[μένω]] ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. [[χρεία]] ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.
|lstext='''ὑποσπᾰνίζομαι''': Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[μένω]] ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. [[χρεία]] ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.
}}
{{bailly
|btext=commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; [[τί]] δ’ ἐστὶ χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s’aperçoit-on que cela fasse faute ?<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σπανίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' Παθ., μτχ. παρακ. <i>ὑπεσπανισμένος</i>, είμαι [[ανεπαρκής]] ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, είμαι [[λειψός]], έχω μείνει [[ανεκτέλεστος]], ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσπᾰνίζομαι:''' ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ [[ἔστι]] χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass., perf. [[part]]. ὑπεσπανισμένος<br /><b class="num">1.</b> to be [[scant]] or [[stinted]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, to be [[lacking]], [[left]] [[undone]], Soph.
|mdlsjtxt=Pass., perf. [[part]]. ὑπεσπανισμένος<br /><b class="num">1.</b> to be [[scant]] or [[stinted]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of things, to be [[lacking]], [[left]] [[undone]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσπᾰνίζομαι Medium diacritics: ὑποσπανίζομαι Low diacritics: υποσπανίζομαι Capitals: ΥΠΟΣΠΑΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hypospanízomai Transliteration B: hypospanizomai Transliteration C: ypospanizomai Beta Code: u(pospani/zomai

English (LSJ)

Pass., used by Trag. only in pf. part.,
A to be scant or stinted of, ὑπεσπανισμένοι βορᾶς A.Pers.489, cf. Ch.577.
2 of things, to be lacking, to be left undone, τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον (cf. χρεία II.4) S.Aj.740.
II Act. in signf. 1.1, Procop. Goth.2.20, 3.25; in signf. 1.2, Ph.2.64,73.

French (Bailly abrégé)

commencer à manquer de, gén. : βορᾶς ESCHL de nourriture ; τί δ' ἐστὶ χρείας τῆσδ' ὑπεσπανισμένον SOPH en quoi s'aperçoit-on que cela fasse faute ?
Étymologie: ὑπό, σπανίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσπᾰνίζομαι: ощущать некоторый недостаток, нуждаться (βορᾶς Aesch.): τί δ᾽ ἔστι χρείας τῆσδ᾽ ὑπεσπανισμένον; Soph. что же в этом деле упущено?

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθητ., ἐν χρήσει παρὰ Τραγικ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ πρκμ., εὑρίσκομαι ἐν σπάνει πράγματός τινος, ὑπεσπανισμένους βορᾶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 489, πρβλ. Χο. 577. 2) ἐπὶ πραγμάτων, μένω ἀτέλεστον, τί δ’ ἔστι χρείας τῆσδ’ ὑπεσπανισμένον) (πρβλ. χρεία ΙΙ. 4), Σοφ. Αἴ. 740. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς σημασ. 1 παρὰ Προκοπ., ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. 2 παρὰ Φίλωνι.

Greek Monotonic

ὑποσπᾰνίζομαι: Παθ., μτχ. παρακ. ὑπεσπανισμένος, είμαι ανεπαρκής ή στερούμαι ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, είμαι λειψός, έχω μείνει ανεκτέλεστος, ατελείωτος, μισοτελειωμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

Pass., perf. part. ὑπεσπανισμένος
1. to be scant or stinted of a thing, c. gen., Aesch.
2. of things, to be lacking, left undone, Soph.