προοικονομέω: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοικονομέω''': οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ [[φύσις]] ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4. | |lstext='''προοικονομέω''': οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ [[φύσις]] ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:19, 17 February 2024
English (LSJ)
A arrange before, J.AJ 2.5.7:—Med., get things previously arranged, Id.BJ7.8.2:—Pass., to be so arranged, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἑκατέρου ἡ φύσις Arist.Oec. 1343b26.
2 Med., introduce into a speech before, premise, Cic.QF 2.3.6.
German (Pape)
[Seite 737] vorher einrichten, Arist. u. Folgde, wie Cic. ad Qu. Fr. 2, 3.
Russian (Dvoretsky)
προοικονομέω: заранее устраивать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
προοικονομέω: οἰκονομῶ, διευθετῶ πρότερον, Κικ. Q. Frat. 2. 3, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 7. ― Μέσ., διευθετῶ δι’ ἄλλου πρότερον, ὁ αὐτ. ἐν Ἰουδ. Πολ. 7. 8, 2. ― Παθ., διευθετοῦμαι πρότερον, προῳκονόμηται ὑπὸ τοῦ θείου ἡ φύσις ἑκατέρου Ἀριστ. Οἰκ. 1. 3, 4.