κίστος: Difference between revisions

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
(6_15)
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kistos
|Transliteration C=kistos
|Beta Code=ki/stos
|Beta Code=ki/stos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[κίσθος]].</span>
|Definition=ὁ, v. [[κίσθος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüthe, [[κίστος]] [[ἄῤῥην]], u. mit weißer Blüthe, [[κίστος]] [[θῆλυς]], Diosc.; auch [[κίσθος]], s. oben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1443.png Seite 1443]] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, [[κίστος]] [[ἄῤῥην]], u. mit weißer Blüte, [[κίστος]] [[θῆλυς]], Diosc.; auch [[κίσθος]], s. oben.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κίστος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κίσθος]].
|lstext='''κίστος''': ὁ, ἴδε ἐν λέξ. [[κίσθος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[κίσθος]], ο (Α [[κίσθος]] και [[κίστος]])<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] βιολώδη και στην [[οικογένεια]] [[κιστίδες]] και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία [[είναι]] ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίσθος]] με [[απώλεια]] της δασύτητας].
}}
{{elnl
|elnltext=κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.
}}
}}

Latest revision as of 16:42, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίστος Medium diacritics: κίστος Low diacritics: κίστος Capitals: ΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kístos Transliteration B: kistos Transliteration C: kistos Beta Code: ki/stos

English (LSJ)

ὁ, v. κίσθος.

German (Pape)

[Seite 1443] ὁ, ein strauchartiges Gewächs mit rosenfarbener Blüte, κίστος ἄῤῥην, u. mit weißer Blüte, κίστος θῆλυς, Diosc.; auch κίσθος, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

κίστος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κίσθος.

Greek Monolingual

και κίσθος, ο (Α κίσθος και κίστος)
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη βιολώδη και στην οικογένεια κιστίδες και που περιλαμβάνει 20 είδη θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τών χωρών της Μεσογείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος με απώλεια της δασύτητας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίστος -ου, ὁ zie κίσθος.