σπυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spyridion
|Transliteration C=spyridion
|Beta Code=spuri/dion
|Beta Code=spuri/dion
|Definition=[ῐδ], τό, ''Dim. of'' [[σπυρίς]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''453,469, Pherecr.52, ''PSI''4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, ''Arch.Pap.''6.220 (iii B.C.), ''PTeb.''120.77 (i B.C.).
|Definition=[ῐδ], τό, ''Dim. of'' [[σπυρίς]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''453,469, Pherecr.52, ''PSI''4.428.26 (iii B.C.): later [[σφυρίδιον|σφῠρίδιον]], ''Arch.Pap.''6.220 (iii B.C.), ''PTeb.''120.77 (i B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.
|elnltext=σπυρίδιον -ου, τό, demin. van [[σπυρίς]], [[mandje]], [[korfje]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.
|elrutext='''σπῠρίδιον:''' (ῐδ) τό [[плетеночка]], [[корзинка]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και [[σφυρίδιν]] και [[σφυρίτιν]], τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:15, 23 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠρίδιον Medium diacritics: σπυρίδιον Low diacritics: σπυρίδιον Capitals: ΣΠΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: spyrídion Transliteration B: spyridion Transliteration C: spyridion Beta Code: spuri/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σπυρίς, Ar.Ach.453,469, Pherecr.52, PSI4.428.26 (iii B.C.): later σφῠρίδιον, Arch.Pap.6.220 (iii B.C.), PTeb.120.77 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 926] το, dim. von σπυρίς; δός μοι σπυρίδιον διακεκαυμένον λύχνῳ, Ar. Ach. 428, wo der Schol. bemerkt ὅτι οἱ πρεσβῦται διὰ τὸ μόλις βαδίζειν ἐν σπυρίδι κρύπτουσι τὸν λύχνον ὥςτε σώζειν τὸ πῦρ, u. ib. 445 εἰς τὸ σπυρίδιον ἰσχνά μοι φυλλεῖα δός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπυρίδιον -ου, τό, demin. van σπυρίς, mandje, korfje.

Russian (Dvoretsky)

σπῠρίδιον: (ῐδ) τό плетеночка, корзинка Arph.

Greek Monolingual

και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α σπυρίς, -ίδος / σφυρίς
μικρή σπυράς, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων.

Greek Monotonic

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του σπυρίς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σπυρίς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.

Middle Liddell

Dim. of σπυρίς, Ar.