ὑλοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)βάτης" to "Full diacritics=$1βᾰ́της")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὑλοβάτης
|Full diacritics=ὑλοβᾰ́της
|Medium diacritics=ὑλοβάτης
|Medium diacritics=ὑλοβάτης
|Low diacritics=υλοβάτης
|Low diacritics=υλοβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylovatis
|Transliteration C=ylovatis
|Beta Code=u(loba/ths
|Beta Code=u(loba/ths
|Definition=[ῡ<b class="b3">, ᾰ], ου,</b> Dor. -τας, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), <span class="title">AP</span>6.32 (Agath.).</span>
|Definition=[ῡ, ᾰ], ου,</b> Dor. [[ὑλοβάτας]], ὁ, [[one who haunts the woods]], APl.4.233 (Theaet.), ''AP''6.32 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, = [[ὑληβάτης]]; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοβάτης:''' дор. [[ὑλοβάτας|ὑλοβάτᾱς]], ου (ῠ, ᾰτ) ὁ [[бродящий по лесам]] (эпитет Пана) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
|lstext='''ὑλοβάτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui parcourt les forêts <i>(ép. de Pan)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[βαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑλοβάτης:''' -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοβάτης:''' дор. [[ὑλοβάτας|ὑλοβάτᾱς]], ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth.
|mdlsjtxt=ὑλο-[[βάτης]], ου, ὁ,<br />one who haunts the woods, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 24 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοβᾰ́της Medium diacritics: ὑλοβάτης Low diacritics: υλοβάτης Capitals: ΥΛΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: hylobátēs Transliteration B: hylobatēs Transliteration C: ylovatis Beta Code: u(loba/ths

English (LSJ)

[ῡ, ᾰ], ου, Dor. ὑλοβάτας, ὁ, one who haunts the woods, APl.4.233 (Theaet.), AP6.32 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, = ὑληβάτης; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); Agath. 29 (VI, 32).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui parcourt les forêts (ép. de Pan).
Étymologie: ὕλη, βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοβάτης: дор. ὑλοβάτᾱς, ου (ῠ, ᾰτ) ὁ бродящий по лесам (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ταῖς ὕλαις περιπατῶν, ὁ συχνάζων εἰς τὰ δάση, Ἀνθ. Π. 6. 32, Πλαν. 233.

Greek Monolingual

ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων της οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας
αρχ.
αυτός που συχνάζει στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βάτης / -βατος (< βαίνω), πρβλ. πυροβάτης. Ο τ. ὑλι-βάτης, κατά το ὀρι-βάτης. Ο τ. με την νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. νεολατ. hylobates].

Greek Monotonic

ὑλοβάτης: -ου, ὁ, αυτός που συχνάζει, περιφέρεται στα δάση, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑλο-βάτης, ου, ὁ,
one who haunts the woods, Anth.