ἀσκόπως: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans but, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσκοπος]].
|btext=<i>adv.</i><br />[[sans but]], [[au hasard]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄσκοπος]].
}}
}}
{{ls
{{eles
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
|esgtx=[[atolondradamente]], [[inadecuadamente]], [[inintencionadamente]], [[irreflexivamente]], [[sin atención]]
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
}}
}}

Latest revision as of 21:57, 27 February 2024

French (Bailly abrégé)

adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.

Spanish

atolondradamente, inadecuadamente, inintencionadamente, irreflexivamente, sin atención

Russian (Dvoretsky)

ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.