κανθίς: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κανθίς]], - | |mltxt=[[κανθίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[κοπριά]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κανθ</i>- (<i>κάνθ</i>-<i>ων</i>, <i>κανθ</i>-<i>ήλια</i>), [[χωρίς]] να [[είναι]] όμως [[σαφής]] η [[ακριβής]] [[σχέση]] του [[μαζί]] τους]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, ass's dung, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1321] ίδος, ἡ, dim. zum Folgdn, Hesych. erkl. ὀνίς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κανθίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ὄνου, «ὀνίς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κανθίς, -ίδος, ἡ (Α)
κοπριά όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ- (κάνθ-ων, κανθ-ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους].