νεωρίς: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεωρίς:''' - | |lsmtext='''νεωρίς:''' -ίδος, ἡ, = [[νεώριον]], σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = νεώριον, Str.1.3.20 (sed leg. νεωρίων).
Greek (Liddell-Scott)
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, Στράβ. 61 (ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον νεωρίων).
Greek Monolingual
νεωρίς, ἡ (Α)
νεώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + επίθημα -ις (πρβλ. νεοσσιίς)].
Greek Monotonic
νεωρίς: -ίδος, ἡ, = νεώριον, σε Στράβ.
Middle Liddell
νεωρίς, ίδος, ἡ, = νεώριον, Strab.]
German (Pape)
ίδος, ἡ, = νεώριον, Strab. 1.3.20, wo aber Kramer mit Cor. νεωρίων für νεωρίδων liest.