νωθουρίς: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωθουρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].
|mltxt=[[νωθουρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[βαλλωτή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνθ. του [[νωθής]] «[[ατάραχος]], [[ήρεμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[οὐρά]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθουρίς Medium diacritics: νωθουρίς Low diacritics: νωθουρίς Capitals: ΝΩΘΟΥΡΙΣ
Transliteration A: nōthourís Transliteration B: nōthouris Transliteration C: nothouris Beta Code: nwqouri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.

Greek Monolingual

νωθουρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το φυτό βαλλωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. του νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του].