λαλητρίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαλητρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />φλύαρη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[αυλητρίς]], [[κληρωτρίς]])].
|mltxt=[[λαλητρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />φλύαρη [[γυναίκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] ([[πρβλ]]. [[αυλητρίς]], [[κληρωτρίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾰλητρίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[λαλέω]]), ομιλητική [[γυναίκα]], φλύαρη, σε Ανθ.
|lsmtext='''λᾰλητρίς:''' -ίδος, ἡ ([[λαλέω]]), ομιλητική [[γυναίκα]], φλύαρη, σε Ανθ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λᾰλητρίς, ίδος [[λαλέω]]<br />a [[talker]], prattler, Anth.
|mdlsjtxt=λᾰλητρίς, ίδος [[λαλέω]]<br />a [[talker]], prattler, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλητρίς Medium diacritics: λαλητρίς Low diacritics: λαλητρίς Capitals: ΛΑΛΗΤΡΙΣ
Transliteration A: lalētrís Transliteration B: lalētris Transliteration C: lalitris Beta Code: lalhtri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, talker, prattler, AP5.236.7 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

λᾰλητρίς: ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλητρίς: -ίδος, λάλος γυνή, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 5. 237.

Greek Monolingual

λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς, κληρωτρίς)].

Greek Monotonic

λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.

Middle Liddell

λᾰλητρίς, ίδος λαλέω
a talker, prattler, Anth.