ανεμώνη: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ανεμώνα (Α [[ἀνεμώνη]] και [[ἀνεμωνίς]], -[[ίδος]])<br />ανθοφόρο [[φυτό]] σε διάφορες ποικιλίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ζωολ.</b> <i>θαλάσσια ανεμώνα</i><br />[[ονομασία]] για διάφορα Ανθόζωα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — [[λόγια]] του αέρα (Λουκιανός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ανεμώνη]] «[[κόρη]] του ανέμου» <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνη</i>, θηλ. πατρωνυμικό [[επίθημα]]. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. [[άνεμος]], ενώ [[είναι]] σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό <i>Naăman</i>, «[[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]]», [[επίθετο]] του Αδώνιδος από το θ. του <i>N</i><i>ā</i> ‘ē<i>m</i> «ήταν [[ευχάριστος]], [[αξιαγάπητος]]» (πρβλ. φρ. <i>nit</i>‘<i>ē</i><i>e na</i>‘<i>ăm</i><i>ā</i><i>nin</i> «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].
|mltxt=και ανεμώνα (Α [[ἀνεμώνη]] και [[ἀνεμωνίς]], -ίδος)<br />ανθοφόρο [[φυτό]] σε διάφορες ποικιλίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Ζωολ.</b> <i>θαλάσσια ανεμώνα</i><br />[[ονομασία]] για διάφορα Ανθόζωα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — [[λόγια]] του αέρα (Λουκιανός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ανεμώνη]] «[[κόρη]] του ανέμου» <span style="color: red;"><</span> [[άνεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνη</i>, θηλ. πατρωνυμικό [[επίθημα]]. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. [[άνεμος]], ενώ [[είναι]] σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό <i>Naăman</i>, «[[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]]», [[επίθετο]] του Αδώνιδος από το θ. του <i>N</i><i>ā</i> ‘ē<i>m</i> «ήταν [[ευχάριστος]], [[αξιαγάπητος]]» (πρβλ. φρ. <i>nit</i>‘<i>ē</i><i>e na</i>‘<i>ăm</i><i>ā</i><i>nin</i> «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

και ανεμώνα (Α ἀνεμώνη και ἀνεμωνίς, -ίδος)
ανθοφόρο φυτό σε διάφορες ποικιλίες
νεοελλ.
Ζωολ. θαλάσσια ανεμώνα
ονομασία για διάφορα Ανθόζωα
αρχ.
φρ. «ἀνεμῶναι τῶν λόγων» — λόγια του αέρα (Λουκιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. ανεμώνη «κόρη του ανέμου» < άνεμος + -ώνη, θηλ. πατρωνυμικό επίθημα. Κατ’ άλλους, η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με τη λ. άνεμος, ενώ είναι σημιτικής προέλευσης. Συνδέεται με το εβραϊκό Naăman, «ευχαρίστηση, τέρψη», επίθετο του Αδώνιδος από το θ. του Nā ‘ēm «ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος» (πρβλ. φρ. nitēe naămānin «φυτά της τέρψης», Ησαΐας 17: 10)].