σεληνίς: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> διακριτικό [[κόσμημα]] από ελεφαντοστό σε [[σχήμα]] ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί [[πάνω]] στα πέδιλά τους<br /><b>2.</b> [[φυλαχτό]] σε [[σχήμα]] ημισελήνου<br /><b>3.</b> [[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]])].
|mltxt=-ίδος, ή, Α<br /><b>1.</b> διακριτικό [[κόσμημα]] από ελεφαντοστό σε [[σχήμα]] ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί [[πάνω]] στα πέδιλά τους<br /><b>2.</b> [[φυλαχτό]] σε [[σχήμα]] ημισελήνου<br /><b>3.</b> [[είδος]] γλυκίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνίς Medium diacritics: σεληνίς Low diacritics: σεληνίς Capitals: ΣΕΛΗΝΙΣ
Transliteration A: selēnís Transliteration B: selēnis Transliteration C: selinis Beta Code: selhni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A ivory crecent on the boots of Roman senators, Plu.2.282a.
2 an amulet worn by children, Hsch.
3 = σελήνη 1.2, Phot.

German (Pape)

[Seite 870] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plut. qu. Rom. 76, von den lunulae auf den Schuhen der röm. Senatoren.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite lune, ornement d'ivoire en forme de lune sur la chaussure des sénateurs romains (lat. lunula).
Étymologie: σελήνη.

Russian (Dvoretsky)

σεληνίς: ίδος (ῐδ) ἡ (лат. lunula) луночка (отличительный знак серповидной формы на обуви римск. сенаторов) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐξ ἐλέφαντος ἡμισέληνος, τὸ ἐπὶ τῶν ὑποδημάτων τῶν συγκλητικῶν νόμισμα, Πλούτ. 2. 282Α· ὑποκορ. σεληνίσκος, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 2. 13. 2) φυλακτήριον ὁμοίως ἐσχηματισμένον, Ἡσύχ. 3) σελήνη Ι. 2, Φώτ.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. διακριτικό κόσμημα από ελεφαντοστό σε σχήμα ημισελήνου, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί πάνω στα πέδιλά τους
2. φυλαχτό σε σχήμα ημισελήνου
3. είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμίς)].