ἀσπιδηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>-οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
|mltxt=[[ἀσπιδηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πολεμιστές) αυτός που φέρει [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[στρατιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-ίδος) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. Το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>-οφείλεται σε λόγους μετρικούς ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπῐδηφόρος Medium diacritics: ἀσπιδηφόρος Low diacritics: ασπιδηφόρος Capitals: ΑΣΠΙΔΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aspidēphóros Transliteration B: aspidēphoros Transliteration C: aspidiforos Beta Code: a)spidhfo/ros

English (LSJ)

ἀσπιδηφόρον, shield-bearing, of warriors, Id.Th.19; κῶμος ἀσπιδηφόρος E.Supp.390: Subst., Id.Ba.781.

Spanish (DGE)

-ον
portador de escudo λεώς A.A.825, cf. Th.19, κῶμος E.Supp.390
subst. como cuerpo de soldados en el ejército portador del escudo pesado E.Ba.781.

German (Pape)

[Seite 373] schildtragend, οἰκιστήρ Aesch. Spt. 19. – Subst., Eur. Bacch. 780 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδηφόρος: щитоносный, т. е. вооруженный (οἰκητῆρες Aesch.; κῶμος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀσπίδα, ἐπὶ πολεμιστῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 19, Ἀγ. 825, ἔνθα ἐτέθη ἀντὶ τοῦ ἡμαρτημένου ἀσπιδηστρόφος· κῶμος ἀσπ. Εὐρ. Ἱκ. 390· πρβλ. τὸ προηγ.

Greek Monolingual

ἀσπιδηφόρος, -ον (Α)
1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα
2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.)
3. ως ουσ. ο στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν -η-οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].

Greek Monotonic

ἀσπῐδηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

φέρω
shield-bearing, Aesch., Eur.