καναχηδά: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kanachida
|Transliteration C=kanachida
|Beta Code=kanaxhda/
|Beta Code=kanaxhda/
|Definition=Adv. [[with a loud noise]], ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>367</span>, cf. <span class="bibl">A.R.3.71</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>45</span>; of flutes, v. [[μίτρα]].
|Definition=Adv. [[with a loud noise]], ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.''Th.''367, cf. A.R.3.71, Call.''Del.''45; of flutes, v. [[μίτρα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec un bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[καναχέω]], -δα.
|btext=<i>adv.</i><br />[[avec un bruit retentissant]].<br />'''Étymologie:''' [[καναχέω]], -δα.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰνᾰχηδά''': μετὰ καναχῆς, ἠχητικῶς, μετὰ κτύπου πολλοῦ, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Ἡσ. Θ. 367· Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ (καναχαδὰ Bergk) πεποικιλμέναν Πινδ. Ν. 8, 25, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 71· ἐπὶ αὐλῶν, ἴδε ἐν λ. [[μίτρα]].
|elnltext=καναχηδά, Dor. καναχαδά [καναχή] adv., luid.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰνᾰχηδά:''' (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰνᾰχηδά:''' επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το [[νερό]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''κᾰνᾰχηδά:''' επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το [[νερό]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰνᾰχηδά:''' (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.).
|lstext='''κᾰνᾰχηδά''': μετὰ καναχῆς, ἠχητικῶς, μετὰ κτύπου πολλοῦ, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Ἡσ. Θ. 367· Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ (καναχαδὰ Bergk) πεποικιλμέναν Πινδ. Ν. 8, 25, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 71· ἐπὶ αὐλῶν, ἴδε ἐν λ. [[μίτρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=καναχηδά, Dor. καναχαδά [καναχή] adv., luid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />with a [[sharp]] [[loud]] [[noise]], of [[water]], Hes.
|mdlsjtxt=with a [[sharp]] [[loud]] [[noise]], of [[water]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνᾰχηδά Medium diacritics: καναχηδά Low diacritics: καναχηδά Capitals: ΚΑΝΑΧΗΔΑ
Transliteration A: kanachēdá Transliteration B: kanachēda Transliteration C: kanachida Beta Code: kanaxhda/

English (LSJ)

Adv. with a loud noise, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes.Th.367, cf. A.R.3.71, Call.Del.45; of flutes, v. μίτρα.

German (Pape)

[Seite 1320] mit Geräusch, Getön, Gebrause; ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Hes. Th. 367; Λυδία μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pind. N. 8, 14 geht auf ein in lydischer Weise mit Instrumenten begleitetes Lied.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: καναχέω, -δα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καναχηδά, Dor. καναχαδά [καναχή] adv., luid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνᾰχηδά: (δᾰ) adv. с сильным шумом, с грохотом (ποταμοὶ κ. ῥέοντες Hes.).

Greek Monotonic

κᾰνᾰχηδά: επίρρ., με έναν δυνατό οξύ κτύπο, παφλασμό, λέγεται για το νερό, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνᾰχηδά: μετὰ καναχῆς, ἠχητικῶς, μετὰ κτύπου πολλοῦ, ποταμοὶ καναχηδὰ ῥέοντες Ἡσ. Θ. 367· Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ (καναχαδὰ Bergk) πεποικιλμέναν Πινδ. Ν. 8, 25, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 71· ἐπὶ αὐλῶν, ἴδε ἐν λ. μίτρα.

Middle Liddell

with a sharp loud noise, of water, Hes.