μεταμέλπομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[sing]] or [[dance]] [[among]] others, c. dat., Hhymn. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
sing or dance among, τισι h.Ap.197.
German (Pape)
[Seite 150] zwischen, unter Andern singen und tanzen, τισί, H. h. Apoll. 197.
French (Bailly abrégé)
chanter ou danser parmi, τινι.
Étymologie: μετά, μέλπω.
Russian (Dvoretsky)
μεταμέλπομαι: (с кем-л.) водить хоровод (τισι HH).
Greek (Liddell-Scott)
μεταμέλπομαι: ἀποθετ., ψάλλω ἢ χορεύω μεταξύ..., τισι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 197.
Greek Monolingual
μεταμέλπομαι (Α)
ψάλλω ή χορεύω ανάμεσα σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- μέλπομαι «ψάλλω»].
Greek Monotonic
μεταμέλπομαι: αποθ., τραγουδώ ή χορεύω ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.