πυριφλεγέθων: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
(6) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyriflegethon | |Transliteration C=pyriflegethon | ||
|Beta Code=puriflege/qwn | |Beta Code=puriflege/qwn | ||
|Definition=ουσα, ον, < | |Definition=-ουσα, ον,<br><span class="bld">A</span> [[blazing like fire]], [[ἔσοπτρον]] Agesianax ap.Plu.2.921b.<br><span class="bld">II</span> pr. n. ''Pyriphlegethon'', one of the rivers of hell, Od.10.513, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 114a. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οντος (ὁ) :<br />[[aux flammes ardentes]].<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], φλέγέθω. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠριφλεγέθων:''' 2, gen. οντος сверкающий огнем ([[ἔσοπτρον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρῐφλεγέθων''': -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ [[πυρός]], [[ἔσοπτρον]] Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α. | |lstext='''πῠρῐφλεγέθων''': -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ [[πυρός]], [[ἔσοπτρον]] Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠρῐφλεγέθων:''' -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η [[φλόγα]] της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, [[ένας]] από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πῠρῐφλεγέθων:''' -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η [[φλόγα]] της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, [[ένας]] από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[fire]]-[[blazing]]: as [[substantive]], [[Pyriphlegethon]], one of the rivers of [[hell]], Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:24, 3 March 2024
English (LSJ)
-ουσα, ον,
A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b.
II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
aux flammes ardentes.
Étymologie: πῦρ, φλέγέθω.
Russian (Dvoretsky)
πῠριφλεγέθων: 2, gen. οντος сверкающий огнем (ἔσοπτρον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.
Greek Monolingual
και πυρφλεγέθων, -ουσα, -ον, Α
1. αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, ο όμοιος με πύρινες φλόγες
2. ως κύριο όν. ὁ Πυριφλεγέθων
ένας από τους τρεις ποταμούς του Άδη για τον οποίο λεγόταν ότι είχε ρείθρα που ανέδιδαν πύρινες φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + φλεγέθων, μτχ. του φλεγέθω, ποιητ. τ. του ρ. φλέγω.
Greek Monotonic
πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, αυτός που λάμπει, όπως η φλόγα της φωτιάς· ως ουσ., ο Πυριφλεγέθονας, ένας από τους ποταμούς του Άδη, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
fire-blazing: as substantive, Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.