τετευχῆσθαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(Autenrieth)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetefchisthai
|Transliteration C=tetefchisthai
|Beta Code=teteuxh=sqai
|Beta Code=teteuxh=sqai
|Definition=(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be armed</b>, <span class="bibl">Od.22.104</span>.</span>
|Definition=([[τεῦχος]]) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, to [[be armed]], Od.22.104.
}}
{{elru
|elrutext='''τετευχῆσθαι:''' inf. pf. pass. к [[τευχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[τευχέω]], τεύχεα), inf. perf. [[pass]].: to [[have]] [[armed]] [[ourselves]], be [[armed]], Od. 22.104†.
|auten=([[τευχέω]], τεύχεα), inf. perf. [[pass]].: to [[have]] [[armed]] [[ourselves]], be [[armed]], Od. 22.104†.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(επικ. απρμφ. παρακμ. [[χωρίς]] ενεστ.) το να [[είναι]] [[κανείς]] οπλισμένος («[[τετευχῆσθαι]] γὰρ [[ἄμεινον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τετευχῆσθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τετευχέσ</i>-<i>θαι</i>) [[είναι]] επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ <i>τευχῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τεῦχος]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. παρακμ. <i>τετελέσθαι</i> του <i>τελῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό [[κατά]] το συνηρ. σε -<i>έω</i> / -<i>ῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετευχῆσθαι:''' Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με [[σημασία]] ενεστ., σχημ. από το ουσ. <i>τεύχεα</i>, [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from the Subst. τεύχεα [epic perf. [[pass]]. inf. with pres. [[sense]], formed] [no pres. in use]<br />to be [[armed]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετευχῆσθαι Medium diacritics: τετευχῆσθαι Low diacritics: τετευχήσθαι Capitals: ΤΕΤΕΥΧΗΣΘΑΙ
Transliteration A: teteuchē̂sthai Transliteration B: teteuchēsthai Transliteration C: tetefchisthai Beta Code: teteuxh=sqai

English (LSJ)

(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use, to be armed, Od.22.104.

Russian (Dvoretsky)

τετευχῆσθαι: inf. pf. pass. к τευχέω.

Greek (Liddell-Scott)

τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.

English (Autenrieth)

(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -].

Greek Monotonic

τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

from the Subst. τεύχεα [epic perf. pass. inf. with pres. sense, formed] [no pres. in use]
to be armed, Od.