ἀνασύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
(2)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασύρομαι:''' [ῡ], [[τραβώ]] τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. <i>ἀνασεσυρμένος</i>, [[αισχρός]], [[ακόλαστος]], [[κακοήθης]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἀνασύρομαι:''' [ῡ], [[τραβώ]] τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. <i>ἀνασεσυρμένος</i>, [[αισχρός]], [[ακόλαστος]], [[κακοήθης]], σε Θεόφρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[pull]] up one's [[clothes]], Hdt.; perf. [[part]]. [[ἀνασεσυρμένος]] [[obscene]], Theophr.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Greek Monotonic

ἀνασύρομαι: [ῡ], τραβώ τα ρούχα κάποιου, σε Ηρόδ.· μτχ. παρακ. ἀνασεσυρμένος, αισχρός, ακόλαστος, κακοήθης, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

to pull up one's clothes, Hdt.; perf. part. ἀνασεσυρμένος obscene, Theophr.