ἀντιφορτίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(3) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντιφορτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, [[παίρνω]] φορτίο ως [[επιστροφή]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[εισάγω]] [[ανταλλαγή]] ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως [[αντάλλαγμα]] για το [[φόρτωμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> Mid. to [[take]] in a [[return]] [[cargo]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> to [[import]] in [[exchange]] for exports, Xen.: also as Pass., to be [[received]] in [[exchange]] for the [[cargo]], Xen. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>als [[Gegenfracht]] [[aufladen]]</i>, Dem. 35.25 und [[öfter]] in [[dieser]] Rede; vgl. Xen. <i>Vect</i>. 3.2, Sp.; χρήματα ἀντιφορτισθέντα, <i>die [[Gegenfracht]]</i>, Dem. 35, 11. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 3 March 2024
Greek Monotonic
ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.
Middle Liddell
I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.
German (Pape)
als Gegenfracht aufladen, Dem. 35.25 und öfter in dieser Rede; vgl. Xen. Vect. 3.2, Sp.; χρήματα ἀντιφορτισθέντα, die Gegenfracht, Dem. 35, 11.