ἀπονενοημένως: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Adv. [[part]]. pf. pss. of [[ἀπονοέομαι]] desperately, Xen.
|mdlsjtxt=Adv. [[part]]. pf. pss. of [[ἀπονοέομαι]] desperately, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονενοημένως Medium diacritics: ἀπονενοημένως Low diacritics: απονενοημένως Capitals: ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: aponenoēménōs Transliteration B: aponenoēmenōs Transliteration C: aponenoimenos Beta Code: a)ponenohme/nws

English (LSJ)

Adv., (ἀπονοέομαι) desperately, X.HG7.2.8, Luc. DMort.19.2, etc.; ἀ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα to be obstinately averse to food, Hp.Epid.3.17.β; ἀ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν to be recklessly indifferent to life, Isoc.6.75.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de ἀπονοέω
1 desesperadamente ἐχώρουν X.HG 7.2.8, cf. Luc.DMort.27.2.
2 en disposición dé renuncia a πρὸς δὲ τὰ γεύματα ἀ. εἶχεν Hp.Epid.3.17.2, ἀ. δὲ πρὸς τὸ ζῆν διακείμενον Isoc.6.75.

German (Pape)

[Seite 316] verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec désespoir.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀπονοέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονενοημένως:
1 отчаянно (χωρεῖν τοῖς ἀναβεβηκόσιν Xen.);
2 с отчаянием (διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονενοημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπονοέομαι, ἀπεγνωκότως, ἀπεγνωσμένως, ὁμόσε ἐχώρουν ἀπονενοημένως τοῖς ἀναβεβηκόσιν Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 8· ἀπ. ἔχειν πρὸς τὰ γεύματα, ἐπιμόνως ἀποστρέφεσθαι τὴν τροφήν, Ἱππ. Ἐπίδ. τὸ Γ΄ 1096· ἀπ. διακεῖσθαι πρὸς τὸ ζῆν Ἰσοκρ. 131D.

Greek Monotonic

ἀπονενοημένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του ἀπονοέομαι, απεγνωσμένα, απελπισμένα, σε Ξεν.

Middle Liddell

Adv. part. pf. pss. of ἀπονοέομαι desperately, Xen.