εὐνουχισμός: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μουνουχισμός, ο (ΑΜ [[εὐνουχισμός]])<br />[[εὐνουχίζω]] η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ευνουχίζω]], [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η [[στείρωση]]. | |mltxt=και μουνουχισμός, ο (ΑΜ [[εὐνουχισμός]])<br />[[εὐνουχίζω]] η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ευνουχίζω]], [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η [[στείρωση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[castration]]=== | |||
Arabic: إِخْصَاء; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: [[castratie]]; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: [[castration]]; German: [[Kastrierung]], [[Hodenentfernung]]; Greek: [[ευνουχισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποτομή]], [[ἀποφθορά]], [[ἔκτμησις]], [[ἐκτομή]], [[εὐνουχία]], [[εὐνουχισμός]], [[θλῖψις]], [[καρύδωσις]], [[ὀρχοτομία]], [[σπαδωνισμός]], [[τὸ ἀπόκοπον]], [[τομά]], [[τομή]]; Hebrew: סירוס; Indonesian: pengebirian; Italian: [[castrazione]]; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: [[castração]]; Russian: [[кастрация]]; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: [[castración]]; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến | |||
}} | }} |
Revision as of 10:45, 10 March 2024
English (LSJ)
ὁ, castration, Gal.4.576:
German (Pape)
[Seite 1084] ὁ, das Entmannen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχισμός: ὁ, τὸ εὐνουχίζειν, Ἰωάν. Χρυσ. τ. 2. σ. 700, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1253Α, κλ. - εὐνουχιστής, οῦ, ὁ εὐνουχίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
και μουνουχισμός, ο (ΑΜ εὐνουχισμός)
εὐνουχίζω η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ευνουχίζω, χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η στείρωση.
Translations
castration
Arabic: إِخْصَاء; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: castratie; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: castration; German: Kastrierung, Hodenentfernung; Greek: ευνουχισμός; Ancient Greek: ἀποτομή, ἀποφθορά, ἔκτμησις, ἐκτομή, εὐνουχία, εὐνουχισμός, θλῖψις, καρύδωσις, ὀρχοτομία, σπαδωνισμός, τὸ ἀπόκοπον, τομά, τομή; Hebrew: סירוס; Indonesian: pengebirian; Italian: castrazione; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: castração; Russian: кастрация; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: castración; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến