μιμητός: Difference between revisions
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
m (Text replacement - "werth" to "wert") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mimitos | |Transliteration C=mimitos | ||
|Beta Code=mimhto/s | |Beta Code=mimhto/s | ||
|Definition= | |Definition=μιμητή, μιμητόν, to [[be imitated]] or [[copied]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.10.4, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0187.png Seite 187]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0187.png Seite 187]] nachahmungswert, Xen. Mem. 3, 10, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 13:13, 11 March 2024
English (LSJ)
μιμητή, μιμητόν, to be imitated or copied, X.Mem.3.10.4, etc.
German (Pape)
[Seite 187] nachahmungswert, Xen. Mem. 3, 10, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'il faut ou qu'on peut imiter.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μῑμητός: доступный подражанию, поддающийся воспроизведению Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μιμηθῇ ἢ παραστήσῃ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 4, κτλ. ΙΙ. μεμιμημένος, μιμητὰ τυπώματα Πολυδ. Α΄, 7.
Greek Monolingual
(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων αρθροπόδων της οικογένειας mimetidae.
(II)
-ή, -ό (Α μιμητός, -ή, -όν) μιμούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μιμηθεί ή να παραστήσει
αρχ.
αυτός που γίνεται κατά μίμηση («μιμητὰ τυπώματα», Πολυδ.).
Greek Monotonic
μῑμητός: -ή, -όν (μιμέομαι), αυτός που μπορεί να γίνει αντικείμενο μίμησης ή αντιγραφής, σε Ξεν.
Middle Liddell
μῑμητός, ή, όν μιμέομαι
to be imitated or copied, Xen.