ἀνειδωλοποιέω: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneidolopoieo | |Transliteration C=aneidolopoieo | ||
|Beta Code=a)neidwlopoie/w | |Beta Code=a)neidwlopoie/w | ||
|Definition= | |Definition=[[represent in imagery]], of poets, Plu.2.1113a; [[form a mental image of]], [[imagine]], τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, cf. S.E.''P.'' 3.155:—Med., ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''5.2.3:—Pass., <b class="b3">τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα</b> patterns [[conceived in the mind]], Longin.14.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[concebir]], [[imaginar]] τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, ὅλον τὸν κόσμον S.E.<i>P</i>.3.155, ἀνειδωλοποιουμένης ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ al imaginar el alma lo que le conviene</i>, <i>Placit</i>.5.2.3, τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα esquemas concebidos por la mente</i> Longin.14.2<br /><b class="num">•</b>abs. ὥσπερ οἱ ποιηταὶ πολλάκις ἀνειδωλοποιοῦντες λέγουσιν como muchas veces dicen los poetas como ficción literaria</i> Plu.2.1113a, cf. <i>POxy</i>.3219.fr.2.1.11 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[hacer objeto de veneración]] τι τῶν μὴ ὄντων Clem.Al.<i>Strom</i>.6.16.146, τὰς ἀράς Sch.A.<i>Ch</i>.406, νεκρῶν ... εἰκόνας Eus.<i>DE</i> 8 proem. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἀνειδωλοποιῶ]] :<br />représenter, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνειδωλοποιέομαι]], [[ἀνειδωλοποιοῦμαι]] se représenter, se figurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[εἰδωλοποιέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνειδωλοποιέω''': [[εἰδωλοποιέω]], Πλούτ. 2. 1113Α, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων, Ὑποτυπ. 3. 155: - Μέσ., [[σχηματίζω]] τὴν εἰκόνα ἢ ἰδέαν πράγματός τινος, ἀνειδωλοποιουμένης τῆς ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ Πλούτ. 2. 904F: - Παθ., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα, ὑποδείγματα συλλαμβανόμενα ἐν τῷ νῷ, Λογγῖν. 14. 1. - Ἐντεῦθεν ἀνειδωλοποιία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 627· καὶ ἀνειδωλοποίησις, εως, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 189. | |lstext='''ἀνειδωλοποιέω''': [[εἰδωλοποιέω]], Πλούτ. 2. 1113Α, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων, Ὑποτυπ. 3. 155: - Μέσ., [[σχηματίζω]] τὴν εἰκόνα ἢ ἰδέαν πράγματός τινος, ἀνειδωλοποιουμένης τῆς ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ Πλούτ. 2. 904F: - Παθ., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα, ὑποδείγματα συλλαμβανόμενα ἐν τῷ νῷ, Λογγῖν. 14. 1. - Ἐντεῦθεν ἀνειδωλοποιία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 627· καὶ ἀνειδωλοποίησις, εως, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 189. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνειδωλοποιέω:''' тж. med. воображать, представлять (себе) Plut., Sext. | |elrutext='''ἀνειδωλοποιέω:''' тж. med. воображать, представлять (себе) Plut., Sext. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:47, 16 March 2024
English (LSJ)
represent in imagery, of poets, Plu.2.1113a; form a mental image of, imagine, τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, cf. S.E.P. 3.155:—Med., Placit.5.2.3:—Pass., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα patterns conceived in the mind, Longin.14.1.
Spanish (DGE)
1 concebir, imaginar τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα Ph.2.59, ὅλον τὸν κόσμον S.E.P.3.155, ἀνειδωλοποιουμένης ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ al imaginar el alma lo que le conviene, Placit.5.2.3, τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα esquemas concebidos por la mente Longin.14.2
•abs. ὥσπερ οἱ ποιηταὶ πολλάκις ἀνειδωλοποιοῦντες λέγουσιν como muchas veces dicen los poetas como ficción literaria Plu.2.1113a, cf. POxy.3219.fr.2.1.11 (II d.C.).
2 hacer objeto de veneración τι τῶν μὴ ὄντων Clem.Al.Strom.6.16.146, τὰς ἀράς Sch.A.Ch.406, νεκρῶν ... εἰκόνας Eus.DE 8 proem.
German (Pape)
[Seite 220] = simplex, Plut. adv. Col. 11. Med. sich versinnlichen, plac. phil. 5, 2; Eust. 1398, 27.
French (Bailly abrégé)
ἀνειδωλοποιῶ :
représenter, figurer;
Moy. ἀνειδωλοποιέομαι, ἀνειδωλοποιοῦμαι se représenter, se figurer.
Étymologie: ἀνά, εἰδωλοποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειδωλοποιέω: εἰδωλοποιέω, Πλούτ. 2. 1113Α, Σέξτ. Ἐμπ. Πυρρων, Ὑποτυπ. 3. 155: - Μέσ., σχηματίζω τὴν εἰκόνα ἢ ἰδέαν πράγματός τινος, ἀνειδωλοποιουμένης τῆς ψυχῆς τὸ συμφέρον αὐτῇ Πλούτ. 2. 904F: - Παθ., τὰ ἀνειδωλοποιούμενα μέτρα, ὑποδείγματα συλλαμβανόμενα ἐν τῷ νῷ, Λογγῖν. 14. 1. - Ἐντεῦθεν ἀνειδωλοποιία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 627· καὶ ἀνειδωλοποίησις, εως, ἡ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 189.
Russian (Dvoretsky)
ἀνειδωλοποιέω: тж. med. воображать, представлять (себе) Plut., Sext.