ἐξελευθερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekseleftherikos
|Transliteration C=ekseleftherikos
|Beta Code=e)celeuqeriko/s
|Beta Code=e)celeuqeriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of the class of freeamen]] or [[their offspring]], φῦλον <span class="bibl">D.H.4.22</span>; οἱ ἐ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">νόμοι </b>. laws [[concerning freedmen]], D.ap.Poll.<span class="bibl">3.83</span>; <b class="b3">καθάρματα </b>. the refuse [[of the freedmen]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>33</span>; <b class="b3">φιάλαι </b>. [[presented by freedmen]] on manumission, <span class="title">IG</span>2.720 <span class="title">A</span>i5,15.</span>
|Definition=ἐξελευθερική, ἐξελευθερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of the class of freedmen]] or [[of the freedmen's offspring]], φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐξελευθερικοί Plu.''Ant.''58.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">νόμοι ἐξελευθερικοί</b> [[law]]s [[concerning freedmen]], D.ap.Poll.3.83; <b class="b3">καθάρματα ἐξελευθερικά</b> the [[refuse]] [[of the freedmen]], Plu.''Sull.''33; <b class="b3">φιάλαι ἐξελευθερικαί</b> [[presented by freedmen]] on [[manumission]], ''IG''2.720 ''A''i5,15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, [[libertinus]], D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les affranchis]];<br /><b>2</b> [[fils d'affranchi]] <i>ou</i> [[descendant d'affranchi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξελεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελευθερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[вольноотпущенник или из вольноотпущенников]] Plut.<br />[[вольноотпущеннический]] (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελευθερικός''': ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ [[τέκνον]] ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε [[ἀπελευθερικός]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
|lstext='''ἐξελευθερικός''': ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ [[τέκνον]] ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε [[ἀπελευθερικός]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les affranchis;<br /><b>2</b> fils <i>ou</i> descendant d’affranchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξελεύθερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελευθερικός:''' ὁ, από την [[τάξη]] των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. [[libertinus]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐξελευθερικός:''' ὁ, από την [[τάξη]] των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. [[libertinus]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελευθερικός:''' <b class="num">II</b> ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.<br />вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i><br />of the class of freedmen or [[their]] [[offspring]], Lat. [[libertinus]], Plut. [from [[ἐξελεύθερος]]
|mdlsjtxt=of the class of freedmen or [[their]] [[offspring]], Lat. [[libertinus]], Plut. [from [[ἐξελεύθερος]]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 18 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελευθερικός Medium diacritics: ἐξελευθερικός Low diacritics: εξελευθερικός Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: exeleutherikós Transliteration B: exeleutherikos Transliteration C: ekseleftherikos Beta Code: e)celeuqeriko/s

English (LSJ)

ἐξελευθερική, ἐξελευθερικόν,
A of the class of freedmen or of the freedmen's offspring, φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐξελευθερικοί Plu.Ant.58.
II νόμοι ἐξελευθερικοί laws concerning freedmen, D.ap.Poll.3.83; καθάρματα ἐξελευθερικά the refuse of the freedmen, Plu.Sull.33; φιάλαι ἐξελευθερικαί presented by freedmen on manumission, IG2.720 Ai5,15.

German (Pape)

[Seite 876] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les affranchis;
2 fils d'affranchi ou descendant d'affranchi.
Étymologie: ἐξελεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθερικός: IIвольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.
вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθερικός: ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ τέκνον ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε ἀπελευθερικός. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.

Greek Monolingual

ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων
2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).

Greek Monotonic

ἐξελευθερικός: ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. libertinus, σε Πλούτ.

Middle Liddell

of the class of freedmen or their offspring, Lat. libertinus, Plut. [from ἐξελεύθερος