ἀλύτρωτος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(6_18)
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alytrotos
|Transliteration C=alytrotos
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not redeemed</b>, Sm.<span class="title">Le.</span>25.23.</span>
|Definition=ἀλύτρωτον, [[not redeemed]], Sm.''Le.''25.23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no redimido]] Sm.<i>Le</i>.25.23, Cyr.Al.M.69.1084A.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύτρωτος''': -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.
|lstext='''ἀλύτρωτος''': -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύτρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί [[ακόμη]] να ελευθερωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνήθως στον πληθ.</b> <i>οι αλύτρωτοι</i><br />ομοεθνείς που βρίσκονται [[ακόμη]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] ξένου κυριάρχου<br />[[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν πέτυχε το [[διαζύγιο]], την τυπική [[διάλυση]] του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυτρωσιά]], [[αλυτρωτικός]], [[αλυτρωτισμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλύτρωτος Medium diacritics: ἀλύτρωτος Low diacritics: αλύτρωτος Capitals: ΑΛΥΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: alýtrōtos Transliteration B: alytrōtos Transliteration C: alytrotos Beta Code: a)lu/trwtos

English (LSJ)

ἀλύτρωτον, not redeemed, Sm.Le.25.23.

Spanish (DGE)

-ον no redimido Sm.Le.25.23, Cyr.Al.M.69.1084A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλύτρωτος: -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλύτρωτος, -ον)
αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί ακόμη να ελευθερωθεί
νεοελλ.
1. συνήθως στον πληθ. οι αλύτρωτοι
ομοεθνείς που βρίσκονται ακόμη κάτω από τον ζυγό ξένου κυριάρχου
σήμερα χρησιμοποιείται ιδίως για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου
2. αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική κατάσταση
3. αυτός που δεν πέτυχε το διαζύγιο, την τυπική διάλυση του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυτρώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυτρωσιά, αλυτρωτικός, αλυτρωτισμός].