ὀνεία: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (elru replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ὄνειος]]¹.
|btext=v. [[ὄνειος]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνεία:''' ἡ (sc. [[δορά]]) ослиная шкура или кожа Babr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνεία:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]], [[τομάρι]] γαιδάρου, θηλ. του [[ὄνειος]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''ὀνεία:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]], [[τομάρι]] γαιδάρου, θηλ. του [[ὄνειος]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνεία:''' ἡ (sc. [[δορά]]) ослиная шкура или кожа Babr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[ὀνεία]], (sc. [[δορά]]) ass's [[skin]], fem. of [[ὄνειος]], Babr.
|mdlsjtxt=<br />[[ὀνεία]], (sc. [[δορά]]) ass's [[skin]], fem. of [[ὄνειος]], Babr.
}}
}}

Latest revision as of 22:08, 21 March 2024

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.

French (Bailly abrégé)

v. ὄνειος¹.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.

Greek Monolingual

ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.

Greek Monotonic

ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.

Middle Liddell


ὀνεία, (sc. δορά) ass's skin, fem. of ὄνειος, Babr.