καθυπισχνέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθῠπισχνέομαι:''' (aor. 2 καθυπεσχόμην) | |elrutext='''κᾰθῠπισχνέομαι:''' (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
καθυπισχνοῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠπισχνέομαι: (aor. 2 καθυπεσχόμην) обещать Luc.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
Greek Monotonic
καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[strengthened for ὑπισχνέομαι, Luc.]