χηραμοδύτης: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(13) |
m (elru replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chiramodytis | |Transliteration C=chiramodytis | ||
|Beta Code=xhramodu/ths | |Beta Code=xhramodu/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=χηραμοδύτου, ὁ, [[one who creeps into holes]], AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., [[nisi legendum|nisi leg.]] χηραμοδύπτης). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1353.png Seite 1353]] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χηρᾰμοδύτης:''' (ῡ in [[arsi]]) забирающийся в пещеры Anth. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χηρᾰμοδύτης''': -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, [[τρωγλοδύτης]], Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br />αυτός που εισδύει έρποντας [[μέσα]] σε τρύπες, [[τρωγλοδύτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χηραμός]] «[[κοίλωμα]], οπή, [[σπήλαιο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δύτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λωπο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 21 March 2024
English (LSJ)
χηραμοδύτου, ὁ, one who creeps into holes, AP7.295 (Leon.) (ῡ metri gr., nisi leg. χηραμοδύπτης).
German (Pape)
[Seite 1353] ὁ, der in Löcher od. Höhlen kriecht, Leon. Tar. 91 (VII, 295), [wo υ in der Vershebung lang ist].
Russian (Dvoretsky)
χηρᾰμοδύτης: (ῡ in arsi) забирающийся в пещеры Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χηρᾰμοδύτης: -ου, ὁ, ὁ εἰσδυόμενος εἰς ὀπάς, τρωγλοδύτης, Ἀνθ. Παλατ. 7. 295. [ῠ φύσει, ἀλλὰ ῡ ἐν ἄρσει ἔνθ’ ἀνωτ.· ὁ Δινδ. προτείνει χηραμοδύπτης.] - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
αυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης.