Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραυλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (elru replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=travlismos
|Transliteration C=travlismos
|Beta Code=traulismo/s
|Beta Code=traulismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[lisping]], Plu.2.53c; [[falsa lectio|f.l.]] for [[τρυλισμός]] ([[quod vide|q.v.]]) in Erot.</span>
|Definition=ὁ, [[lisping]], Plu.2.53c; [[falsa lectio|f.l.]] for [[τρυλισμός]] ([[quod vide|q.v.]]) in Erot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1135.png Seite 1135]] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[bégaiement]].<br />'''Étymologie:''' [[τραυλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλισμός:''' ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τραυλισμός''': ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ [[λέξις]] ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.
|lstext='''τραυλισμός''': ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ [[λέξις]] ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bégaiement.<br />'''Étymologie:''' [[τραυλίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τραυλίζω]]<br />[[διακοπή]] της [[χρονικής]] ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, [[διαταραχή]] που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τραυλίζω]]<br />[[διακοπή]] της [[χρονικής]] ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, [[διαταραχή]] που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.
}}
{{elru
|elrutext='''τραυλισμός:''' ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυλισμός Medium diacritics: τραυλισμός Low diacritics: τραυλισμός Capitals: ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traulismós Transliteration B: traulismos Transliteration C: travlismos Beta Code: traulismo/s

English (LSJ)

ὁ, lisping, Plu.2.53c; f.l. for τρυλισμός (q.v.) in Erot.

German (Pape)

[Seite 1135] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bégaiement.
Étymologie: τραυλίζω.

Russian (Dvoretsky)

τραυλισμός: ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τραυλισμός: ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ λέξις ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυλίζω
διακοπή της χρονικής ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.