αἱματωπός: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aimatopos | |Transliteration C=aimatopos | ||
|Beta Code=ai(matwpo/s | |Beta Code=ai(matwpo/s | ||
|Definition=αἱματωπόν, [[bloody to behold]], [[blood-stained]], [[κόραι]], of the Furies, E.''Or.''256; δεργμάτων διαφθοραί Id.''Ph.''870. | |Definition=αἱματωπόν, [[bloody to behold]], [[blood-stained]], [[κόραι]], of the Furies, [[Euripides|E.]], ''[[Orestes|Or.]]''256; δεργμάτων διαφθοραί Id.''Ph.''870. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:07, 22 March 2024
English (LSJ)
αἱματωπόν, bloody to behold, blood-stained, κόραι, of the Furies, E., Or.256; δεργμάτων διαφθοραί Id.Ph.870.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτωπός) -όν
de aspecto sangriento de las Erinis κόραι E.Or.256, θεαί E.Andr.978, δεργμάτων διαφθοραί E.Ph.870, δράκοντος ὄμμα E.Fr.870, cf. Trag.Adesp.732.5
•esp. χρώμα de color rojo sangre Plu.2.565c.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
au regard sanguinaire.
Étymologie: αἷμα, ὤψ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματωπός -όν αἷμα, ὤψ] bloederig, bloedig:; αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοραί de bloederige verminking van zijn ogen Eur. Phoen. 870; van de Furiën met bloederig aangezicht.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτωπός:
1 с кровожадным взором (κόραι = Ἐρινύες Eur.): αἱ αἱματωποὶ δεργμάτων διαφθοροαί Eur. глаза, вырванные из кровавых орбит (о самоослеплении Эдипа);
2 кроваво-красный (χρῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτωπός: -όν, ἔχων ὄψιν αἱματώδη, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱμ. κόραι, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Εὐρ. Ὀρ. 256· αἱμ. δεργμάτων διαφθοραί, ὁ αὐτ. Φοίν. 870.
Greek Monotonic
αἱμᾰτωπός: -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.