μαινόλης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mainolis | |Transliteration C=mainolis | ||
|Beta Code=maino/lhs | |Beta Code=maino/lhs | ||
|Definition= | |Definition=μαινόλου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[raving]], [[frenzied]], μαινόλᾳ θύμῳ Sapph.1.18; a name of [[Dionysus]], Ph.1.351, Corn.''ND''30:—fem. μαινόλις, not found in gen., B.''Scol.Oxy.''11; διάνοιαν μαινόλιν A.''Supp.''109 (lyr.); <b class="b3">ἀσέβεια μ.</b> prob. cj. in [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''823 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[maddening]], of wine, Plu.2.462b. (From [[μαίνομαι]], as [[φαινόλης]] from [[φαίνομαι]].) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 20:40, 22 March 2024
English (LSJ)
μαινόλου, ὁ,
A raving, frenzied, μαινόλᾳ θύμῳ Sapph.1.18; a name of Dionysus, Ph.1.351, Corn.ND30:—fem. μαινόλις, not found in gen., B.Scol.Oxy.11; διάνοιαν μαινόλιν A.Supp.109 (lyr.); ἀσέβεια μ. prob. cj. in E.Or.823 (lyr.).
II Act., maddening, of wine, Plu.2.462b. (From μαίνομαι, as φαινόλης from φαίνομαι.)
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui agite d'un transport furieux.
Étymologie: μαίνομαι.
German (Pape)
ὁ, rasend, verzückt, begeistert, so hieß Bacchus selbst nach Clem.Al. protrept. 11 und Plut. coh. ira 13; θυμός, Sapph. 1; auch οἶνος, begeisternd od. rasend machend, Sp. S. μαινόλιος.
Russian (Dvoretsky)
μαινόλης: дор. μαινόλας, ου adj. m
1 охваченный безумием, исступленный (Βάκχος Plut.; θυμός Sappho);
2 повергающий в исступление, опьяняющий (οἶνος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μαινόλης: -ου, ὁ, μαινόμενος, παράφρων, τρελλός, μαινόλᾳ θυμῷ Σαπφὼ 1. 18· ὄνομα τοῦ Βάκχου, Κλήμ. Ἀλ. 11, πρβλ. 3· - θηλ. μαινόλις, μὴ ἀπαντῶν ἐν τῇ γεν. (ἔχομεν δὲ καὶ ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. μαινόλεις παρὰ μεταγενεστέροις, Λοβεκ. Παραλ. 267), διάνοιαν μαινόλιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 109· ἀσέβεια μ. Εὐρ. Ὀρ. 823. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων μανίαν, ἐπὶ οἴνου, Πλούτ. 2. 462Α. (Ἐκ τοῦ μαίνομαι, ὡς τὸ φαινόλης ἐκ τοῦ φαίνομαι).
Greek Monolingual
μαινόλης και μαινόλας, ὁ, θηλ. μαινόλις (Α)
1. τρελός, παράφρων («μαινόλα θυμῷ», Σαπφ.)
2. (για τον οίνο) αυτός που κάνει κάποιον μανιώδη
3. επίκληση του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + επίθημα -όλης (πρβλ. αρμ. -οl), πρβλ. κοι-όλης, φαινόλης.
Greek Monotonic
μαινόλης: -ου, ὁ (μαίνομαι), αυτός που μαίνεται, που βρίσκεται σε παραλήρημα, σε Σαπφώ.