δρασμός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=drasmos | |Transliteration C=drasmos | ||
|Beta Code=drasmo/s | |Beta Code=drasmo/s | ||
|Definition=Ion. [[δρησμός]], ὁ, ([[διδράσκω]]) [[running away]], [[flight]], δρησμὸν βουλεύειν [[Herodotus|Hdt.]]5.124; δρησμῷ ἐπιχειρέειν Id.6.70; δρασμῷ κρυφαίῳ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''360; <b class="b3">δρασμὸν εὑρεῖν</b> ib.370: in plural, [[Euripides|E.]] | |Definition=Ion. [[δρησμός]], ὁ, ([[διδράσκω]]) [[running away]], [[flight]], δρησμὸν βουλεύειν [[Herodotus|Hdt.]]5.124; δρησμῷ ἐπιχειρέειν Id.6.70; δρασμῷ κρυφαίῳ [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''360; <b class="b3">δρασμὸν εὑρεῖν</b> ib.370: in plural, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1374 (lyr.), etc.: not freq. in Prose, δρασμῷ χρῆσθαι Aeschin.3.21, cf. Plb.5.26.14, ''BGU''987.23 (i A. D.), Jul.''Or.''2.57b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:40, 22 March 2024
English (LSJ)
Ion. δρησμός, ὁ, (διδράσκω) running away, flight, δρησμὸν βουλεύειν Hdt.5.124; δρησμῷ ἐπιχειρέειν Id.6.70; δρασμῷ κρυφαίῳ A.Pers.360; δρασμὸν εὑρεῖν ib.370: in plural, E.Or.1374 (lyr.), etc.: not freq. in Prose, δρασμῷ χρῆσθαι Aeschin.3.21, cf. Plb.5.26.14, BGU987.23 (i A. D.), Jul.Or.2.57b.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): jón. δρησμός Hdt.5.124
fuga, escapada δρησμῷ ἐπιχειρέειν Hdt.6.70, δρασμῷ κρυφαίῳ A.Pers.360, ναΐοισιν δρασμοῖς E.IT 891, cf. 1300, βαρβάροισι δρασμοῖς E.Or.1374, ἐλευθεροῦντες ἐκ δρασμῶν πόδα E.HF 1010, δρασμῷ χρήσῃ Aeschin.3.21, δρασμοῦ δικάσεταί μοι Luc.Bis Acc.24, ἐζήτει δρασμοῦ διάδυσιν I.BI 3.343, cf. Aristid.Or.3.254, D.S.17.106; δρησμὸν βουλεύειν preparar la fuga Hdt.l.c., cf. Luc.Herc.3, Hld.1.31.1, Ach.Tat.2.26.2, περὶ δρασμὸν γίγνομαι Plb.5.26.14, cf. 15.27.4, περὶ δρασμὸν ἔχειν Plu.Arat.27
•de esclavos y situaciones jur. de sometimiento PDura 20.12 (II d.C.), POsl.40.22 (II d.C.), BGU 316.29 (IV d.C.), Vett.Val.172.3, βεβαιώσω τὴν πρᾶσιν πάσῃ βεβαιώσει ... πλὴν δρασμοῦ PMich.Teb.278.6, cf. 264.14 (ambos I d.C.), BGU 987.23 (I d.C.)
•ἐν δρασμῷ εἶναι estar huido, en fuga de esclavos δούλην Ἑλένην οὖσαν ἐν δρασμῷ PBerl.Leihg.15.21 (II d.C.), cf. POxy.2838.5 (I d.C.), PThmouis 1.145.19 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 665] ὁ, ion. δρησμός, das Entlaufen, die Flucht; Aesch. Pers. 552. 562; Eur. öfter, auch im plur., I. T. 892; Her. 6, 70 u. A.; δρασμῷ χρῆσθαι, entlaufen, Aesch 3, 21.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fuite.
Étymologie: *διδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
δρασμός: ион. δρησμός ὁ тж. pl. бегство, побег Her., Aesch., Eur., Aeschin., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρασμός: Ἰων. δρησμός, ὁ· (διδράσκω)· - δραπέτευσις, φυγή, δρησμὸν βουλεύειν Ἡρόδ. 5. 124· δρησμῶ ἐπιχειρέειν ὁ αὐτ. 6. 70· δρασμῷ κρυφαίῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· δρασμὸν εὑρεῖν αὐτόθι 370· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ὀρ. 1374, κτλ.· σπάν. παρ’ Ἀττ. πεζοῖς, δρασμῷ χρῆσθαι Αἰσχίν. 56, 38.
Greek Monolingual
δρασμός, ο (ιων. δρησμός) (Α)
απόδραση δραπέτευση.
Greek Monotonic
δρασμός: Ιων. δρησμός, ὁ (διδράσκω), απόδραση, δραπέτευση, φυγή, διαφυγή, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· στον πληθ., σε Ευρ.
Middle Liddell
n n διδράσκω
a running away, flight, Hdt., Aesch.; in plural, Eur.