λεύσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leysimos
|Transliteration C=leysimos
|Beta Code=leu/simos
|Beta Code=leu/simos
|Definition=λεύσιμον, ([[λεύω]]) [[stoning]], χεὶρ λ. E.''Or.''863; <b class="b3">λ. καταφθοραί</b> death [[by stoning]], Id.''Ion''1237 (lyr.); <b class="b3">θανάτου λεύσιμον ἄταν</b> ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.''Or.''50; <b class="b3">λ. δοῦναι δίκην</b> ib.614, cf. ''Heracl.''60; <b class="b3">λ. ἀραί</b> curses [[that will end in stoning]], A.Ag..1616; [[stoned]], [[θῦμα]] ib.1118 (lyr.).
|Definition=λεύσιμον, ([[λεύω]]) [[stoning]], χεὶρ λ. [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''863; <b class="b3">λ. καταφθοραί</b> death [[by stoning]], Id.''Ion''1237 (lyr.); <b class="b3">θανάτου λεύσιμον ἄταν</b> ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.''Or.''50; <b class="b3">λ. δοῦναι δίκην</b> ib.614, cf. ''Heracl.''60; <b class="b3">λ. ἀραί</b> curses [[that will end in stoning]], A.Ag..1616; [[stoned]], [[θῦμα]] ib.1118 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 20:42, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεύσιμος Medium diacritics: λεύσιμος Low diacritics: λεύσιμος Capitals: ΛΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: leúsimos Transliteration B: leusimos Transliteration C: leysimos Beta Code: leu/simos

English (LSJ)

λεύσιμον, (λεύω) stoning, χεὶρ λ. E.Or.863; λ. καταφθοραί death by stoning, Id.Ion1237 (lyr.); θανάτου λεύσιμον ἄταν ib.1240 (lyr.); θανεῖν λ. πετρώματι Id.Or.50; λ. δοῦναι δίκην ib.614, cf. Heracl.60; λ. ἀραί curses that will end in stoning, A.Ag..1616; stoned, θῦμα ib.1118 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 36] das Steinigen betreffend, εἰ χρὴ θανεῖν νὼ λευσίμῳ πετρώματι, durch Steinigung sterben, Eur. Or. 50; καταφθοραί, ἄτα, Ion 1236. 1240; ἄλγος, Heracl. 765, wie Aesch. δημοῤῥιφεῖς λευσίμους ἀράς, des Volkes Fluch mit der Steinigung, Ag. 1599; auch der Steinigung verdient, κατολολυξάτω θύματος λευσίμου, 1089.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la lapidation : λεύσιμοι ἀραί ESCHL imprécations pour souhaiter à qqn d'être lapidé.
Étymologie: λεύω.

Russian (Dvoretsky)

λεύσιμος:
1 побивающий камнями (χείρ Eur.);
2 состоящий в побивании камнями (θάνατος Eur.): θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι Eur. быть побитым камнями (насмерть);
3 осуждающий на побиение камнями (δίκη Eur.);
4 сопровождающийся побиением камнями (ἀραί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεύσῐμος: -ον, (λεύω) λιθοβολῶν, χεὶρ λ. Εὐρ. Ὀρ. 863· λ. καταφθοραί, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Εὐρ. Ἴων 1236· θανάτου λεύσιμον ἄταν αὐτόθι 1239· θανεῖν λευσίμῳ πετρώματι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 50· λ. δοῦναι δίκην αὐτόθι 614, πρβλ. Ἡρακλ. 60· λ. ἀραί, κατάραι ὧν τὸ τέλος ἔσται ἡ λιθοβολία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616· ἴδε ἐν λέξ. θῦμα.

Greek Monolingual

λεύσιμος, -ον (Α) λεύω
1. αυτός που λιθοβολεί, ο λιθοβόλος («πότερα λευσίμῳ χειρὶ ἢ διὰ σιδήρου πνεῡμ' ἀπορρῆξαί με δεῖ», Ευρ.)
2. φρ. «λεύσιμοι καταφθοραί» — θάνατοι με λιθοβολισμό.

Greek Monotonic

λεύσῐμος: -ον (λεύω), αυτός που χρησιμοποιεί λιθοβολισμό, σε Ευρ.· λεύσιμοι καταφθοραί ή θάνατος, θάνατος δια λιθοβολισμού, στον ίδ.· λεύσιμοι ἀραί, κατάρες που οδηγούν στον λιθοβολισμό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λεύσῐμος, ον λεύω
stoning, Eur.; λ. καταφθοραί or θάνατος death by stoning, Eur.; λ. ἀραί curses that will end in stoning, Aesch.

English (Woodhouse)

of stoning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)