στέρημα: Difference between revisions
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(6_21) |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterima | |Transliteration C=sterima | ||
|Beta Code=ste/rhma | |Beta Code=ste/rhma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is taken away]], <b class="b3">ναὸς σ.</b> [[falsa lectio|f.l.]] (variously emended) in [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''241.<br><span class="bld">II</span> = [[στέρησις]], Ps.-Callisth.2.43. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέρημα''': τό, ([[στερέω]]) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους. | |lstext='''στέρημα''': τό, ([[στερέω]]) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στερώ]]<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που στερείται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[στέρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:49, 23 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is taken away, ναὸς σ. f.l. (variously emended) in S.Fr.241.
II = στέρησις, Ps.-Callisth.2.43.
German (Pape)
[Seite 937] τό, das Geraubte; Soph. fr. 227; M. Ant. 12, 24.
Greek (Liddell-Scott)
στέρημα: τό, (στερέω) τὸ ἀφαιρούμενον, ἀποστερούμενον, νοὸς στ., ἡμαρτημ. γραφ. πιθαν. ἀντὶ τέρεμνα, Σοφ. Ἀποσπ. 226. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., μνημονεύεται ἐκ τοῦ Καλλισθένους.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στερώ
1. καθετί που στερείται κανείς
2. στέρηση
αρχ.
καθετί που αφαιρείται ή αρπάζεται από κάποιον.