ἀπόδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apodromos
|Transliteration C=apodromos
|Beta Code=a)po/dromos
|Beta Code=a)po/dromos
|Definition=ον, (δραμεῖν) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[apart from the race]], whether as [[too old]] or [[too young]] (as in Crete, <span class="title">Leg.Gort.</span>7.35) [[to share it]], <span class="bibl">Eust.727.18</span>, <span class="bibl">1592.55</span> sqq.; or [[left behind by others]], Hsch., cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>73</span>.</span>
|Definition=ἀπόδρομον, ([[δραμεῖν]]) [[apart from the race]], whether as [[too old]] or [[too young]] (as in Crete, ''Leg.Gort.''7.35) to [[share]] it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or [[left behind by others]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], cf. [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''73.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. [[ἐν]] Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>[[sc.]]</i> καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num"></b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).
|lstext='''ἀπόδρομος''': -ον, ([[δραμεῖν]]) ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, [[εἴτε]] ἐκ γήρατος, [[εἴτε]] [[ἕνεκα]] μικρᾶς ἡλικίας, «[[τάχα]] [[γοῦν]] ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν [[δρόμων]]» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ [[μήπω]] τῶν κοινῶν [[δρόμων]] μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no puede participar aún en las carreras]] por ser demasiado joven, S.<i>Fr</i>.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (<i>sc</i>. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18<br /><b class="num">•</b>[[menor de edad]], <i>ICr</i>.4.72.7.35 (V a.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀπόδρομος]])<br /><b>1.</b> η μικρή [[απόσταση]] που καλύπτει ο [[αθλητής]] [[προς]] τα [[πίσω]] για να πάρει [[φόρα]]<br /><b>2.</b> [[παράμερος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.
|mltxt=ο (Α [[ἀπόδρομος]])<br /><b>1.</b> η μικρή [[απόσταση]] που καλύπτει ο [[αθλητής]] [[προς]] τα [[πίσω]] για να πάρει [[φόρα]]<br /><b>2.</b> [[παράμερος]] [[δρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.
}}
}}

Latest revision as of 09:55, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδρομος Medium diacritics: ἀπόδρομος Low diacritics: απόδρομος Capitals: ΑΠΟΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: apódromos Transliteration B: apodromos Transliteration C: apodromos Beta Code: a)po/dromos

English (LSJ)

ἀπόδρομον, (δραμεῖν) apart from the race, whether as too old or too young (as in Crete, Leg.Gort.7.35) to share it, Eust.727.18, 1592.55 sqq.; or left behind by others, Hsch., cf. S.Fr.73.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede participar aún en las carreras por ser demasiado joven, S.Fr.1146, cf. ἐν Κρήτῃ, ἀποδρόμους (sc. καλοῦσι τοὺς ἐφήβους), διὰ τὸ μηδέπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν Eust.1592.58, cf. 727.18
menor de edad, ICr.4.72.7.35 (V a.C.).

German (Pape)

[Seite 302] 1) zurücklaufend. – 2) nicht mehr laufend, Soph. frg. 75; Hesych. πεπαυμένος δρόμων. Bei den Cretern = der noch nicht im Wettlauf gelaufen hat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδρομος: -ον, (δραμεῖν) ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς τὸν δρόμον, τὸ τρέξιμον, εἴτε ἐκ γήρατος, εἴτε ἕνεκα μικρᾶς ἡλικίας, «τάχα γοῦν ὁ Ἀλκίνοος ἀπόδρομον τὸν Ὀδυσσέα ἐνόμισεν, ὡς ἤδη πεπαυμένον ἀπὸ τῶν δρόμων» Εὐστ. 1592. 55· ἐν Κρήτῃ τοὺς ἐφήβους ἐκάλουν ἀποδρόμους «διὰ τὸ μήπω τῶν κοινῶν δρόμων μετέχειν ὁ αὐτ. 1788. 56. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἀπόδρομον· ἐλαττούμενον τοῖς δρόμοις· ἢ παλίνδρομον· ἢ μετ’ ἐπανόδου Ἀκρίσῳ» (πρβλ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 75).

Greek Monolingual

ο (Α ἀπόδρομος)
1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα
2. παράμερος δρόμος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.