ἀπερείσιος: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apereisios | |Transliteration C=apereisios | ||
|Beta Code=a)perei/sios | |Beta Code=a)perei/sios | ||
|Definition=ἀπερείσιον, = [[ἀπειρέσιος]] ([[ | |Definition=ἀπερείσιον, = [[ἀπειρέσιος]] ([[boundless]], [[immense]]); <b class="b3">ἀπερείσι' ἄποινα</b> [[countless]] [[ransom]], Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος ''AP''7.363. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:30, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀπερείσιον, = ἀπειρέσιος (boundless, immense); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.
Spanish (DGE)
v. ἀπειρέσιος.
German (Pape)
[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀπειρέσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερείσιος: Hom. = ἀπειρέσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερείσιος: -ον, ἕτερος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειρέσιος, ὡς ἀείδελος ἀντὶ ἀΐδηλος, παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ ἄποινα, «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.
English (Autenrieth)
see ἀπειρέσιος.
Greek Monolingual
ἀπερείσιος, -ον (Α)
βλ. απειρέσιος.
Greek Monotonic
ἀπερείσιος: -ον, άλλος ένας Επικ. τύπος του ἀπειρέσιος, στον Όμηρ.· πάντοτε ἀπερείσι' ἄποινα, αναρίθμητα δώρα, λύτρα.
Frisk Etymological English
See also: ἀπειρέσιος
Middle Liddell
ἀπειρέσιος
ἀπερείσι' ἄποιναcountless ransom.
Frisk Etymology German
ἀπερείσιος: {apereísios}
See also: s. ἀπειρέσιος.
Page 1,121