πειρατέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
(6_20) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peirateon | |Transliteration C=peirateon | ||
|Beta Code=peirate/on | |Beta Code=peirate/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must attempt]], c. inf., [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 453d, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58:—also [[πειρατέα]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 770b. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειρᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - [[ὡσαύτως]] -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β. | |lstext='''πειρᾱτέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - [[ὡσαύτως]] -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πειρᾱτέον:''' ρημ. επίθ. του [[πειράω]], αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πειρατέον, adj. verb. van πειράω, er moet geprobeerd worden. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 23 March 2024
English (LSJ)
one must attempt, c. inf., Pl.R. 453d, Arist.EN1166b28, etc.; π. εἶναι Isoc.5.58:—also πειρατέα, Pl.Lg. 770b.
Greek (Liddell-Scott)
πειρᾱτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ δοκιμάσῃ ἢ ἐπιχειρήσῃ, μετ’ ἀπρ., Πλάτ. Πολ. 453D, Ἀριστ., κλ.· π. ἐστὶ Ἰσοκρ. 94Α· - ὡσαύτως -τέα Πλάτ. Νόμ. 770Β.
Greek Monotonic
πειρᾱτέον: ρημ. επίθ. του πειράω, αυτός που πρέπει να προσπαθήσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειρατέον, adj. verb. van πειράω, er moet geprobeerd worden.