ναυκληρικός: Difference between revisions
(26) |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafklirikos | |Transliteration C=nafklirikos | ||
|Beta Code=nauklhriko/s | |Beta Code=nauklhriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ναυκληρική, ναυκληρικόν, of or for a [[ναύκληρος]], Luc. ''DMeretr.''2.2; ν. δίαιτα Moschio ap.Ath.5.207c; ν. ἄνθρωποι Peripl. M.Rubr. 21; <b class="b3">τὰ ναυκληρικά</b>, = [[ναυκληρία]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''842d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ή, όν, den [[ναύκληρος]] betreffend, ihm gehörig; ναυκληρικῶν καὶ ἐμπορικῶν verbindet Plat. Legg. VIII, 842 d, öfter; γάμοι, Luc. D. Mer. 2, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0231.png Seite 231]] ή, όν, den [[ναύκληρος]] betreffend, ihm gehörig; ναυκληρικῶν καὶ ἐμπορικῶν verbindet Plat. Legg. VIII, 842 d, öfter; γάμοι, Luc. D. Mer. 2, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de pilote ; ὁ [[ναυκληρικός]] pilote.<br />'''Étymologie:''' [[ναύκληρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναυκληρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[мореплаватель]], [[мореход]] Plut.<br />судовладельческий, т. е. обычный у моряков, свойственный мореходам (γάμοι Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυκληρικός''': ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναύκληρον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 2, Ἀθήν. 207C· τὰ ναυκληρικά, = [[ναυκληρία]], Πλάτ. Νόμ. 842D. | |lstext='''ναυκληρικός''': ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναύκληρον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 2, Ἀθήν. 207C· τὰ ναυκληρικά, = [[ναυκληρία]], Πλάτ. Νόμ. 842D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ναυκληρικός]], -ή, -όν) [[ναύκληρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναυκληρικά</i><br />[[ναυκληρία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ναυκληρικός]], -ή, -όν) [[ναύκληρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ναυκληρικά</i><br />[[ναυκληρία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 23 March 2024
English (LSJ)
ναυκληρική, ναυκληρικόν, of or for a ναύκληρος, Luc. DMeretr.2.2; ν. δίαιτα Moschio ap.Ath.5.207c; ν. ἄνθρωποι Peripl. M.Rubr. 21; τὰ ναυκληρικά, = ναυκληρία, Pl.Lg.842d.
German (Pape)
[Seite 231] ή, όν, den ναύκληρος betreffend, ihm gehörig; ναυκληρικῶν καὶ ἐμπορικῶν verbindet Plat. Legg. VIII, 842 d, öfter; γάμοι, Luc. D. Mer. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de pilote ; ὁ ναυκληρικός pilote.
Étymologie: ναύκληρος.
Russian (Dvoretsky)
ναυκληρικός: II ὁ мореплаватель, мореход Plut.
судовладельческий, т. е. обычный у моряков, свойственный мореходам (γάμοι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυκληρικός: ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναύκληρον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 2, Ἀθήν. 207C· τὰ ναυκληρικά, = ναυκληρία, Πλάτ. Νόμ. 842D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ναυκληρικός, -ή, -όν) ναύκληρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά
ναυκληρία.