ανεπρόκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=, -ο (κ. -βος, -φτος)<br />αυτός που δεν έχει [[προκοπή]], δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαίρευτος, [[κακομοίρης]].
|mltxt=[[ανεπρόκοπος]], ανεπρόκοπη, ανεπρόκοπο (κ. [[ανεπρόκοβος]], [[ανεπρόκοφτος]])<br />αυτός που δεν έχει [[προκοπή]], δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, [[αχαΐρευτος]], [[κακομοίρης]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 12:09, 26 March 2024

Greek Monolingual

ανεπρόκοπος, ανεπρόκοπη, ανεπρόκοπο (κ. ανεπρόκοβος, ανεπρόκοφτος)
αυτός που δεν έχει προκοπή, δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαΐρευτος, κακομοίρης.

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu