κατάθεσις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katathesis
|Transliteration C=katathesis
|Beta Code=kata/qesis
|Beta Code=kata/qesis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[layering]] of branches for propagation, κ. κλάδων <span class="bibl">D.S.2.53</span>; φυτῶν ἐν τῇ γῇ <span class="title">Gp.</span>9.5.1: generally, [[planting]], Χορτασμάτων <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>10.10</span>(iii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">paying down, payment</b>, <span class="bibl">Ph.2.224</span>, <span class="bibl">Poll.4.47</span>, <span class="bibl">5.103</span>, dub. in <span class="title">CIG</span>2826.17 (Aphrodisias). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">laying down</b> or <b class="b2">affirming, positive statement</b>, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 97.38</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">laying aside, giving up</b>, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. <b class="b3">καταθέσει, κτηματίτην</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> in Surgery, <b class="b2">position, 'putting up</b>' of a limb, Erot. s.v. [[κατατεῖναι]], Pall. <b class="b2">in Hp.Fract</b>.<span class="bibl">12.273</span> C. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">6</span> in Law, <b class="b2">promise, covenant</b>, <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>85.3.1</span>, <span class="bibl">94.2</span>; also, [[disposition]], POxy.243.11 (i A.D.), <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>5679.18</span> (iv A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">7</span> [[burial]], POxy.475.31 (ii A.D.).</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[layering]] of branches for propagation, κ. κλάδων [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ ''Gp.''9.5.1: generally, [[planting]], Χορτασμάτων ''PStrassb.''10.10(iii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[paying down]], [[payment]], Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in ''CIG''2826.17 (Aphrodisias).<br><span class="bld">3</span> [[laying down]] or [[affirming]], [[positive statement]], δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν ''EM'' 97.38.<br><span class="bld">4</span> [[laying aside]], [[giving up]], τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. [[καταθέσει]], [[κτηματίτην]].<br><span class="bld">5</span> in Surgery, [[position]], '[[putting up]]' of a limb, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[κατατεῖναι]], Pall. in Hp.Fract.12.273 C.<br><span class="bld">6</span> in Law, [[promise]], [[covenant]], Just.''Nov.''85.3.1, 94.2; also, [[disposition]], POxy.243.11 (i A.D.), ''Sammelb.''5679.18 (iv A.D.).<br><span class="bld">7</span> [[burial]], POxy.475.31 (ii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. [[Πολυδ]]. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, [[συχν]]. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.
|lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάθεσις:''' εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).
|elrutext='''κατάθεσις:''' εως ἡ [[сажание]], [[посадка]] (τῶν κλάδων Diod.).
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[κατατίθημι]] → [[κατά]] + [[τίθημι]], ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάθεσις Medium diacritics: κατάθεσις Low diacritics: κατάθεσις Capitals: ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: katáthesis Transliteration B: katathesis Transliteration C: katathesis Beta Code: kata/qesis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A layering of branches for propagation, κ. κλάδων D.S.2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1: generally, planting, Χορτασμάτων PStrassb.10.10(iii A.D.).
2 paying down, payment, Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in CIG2826.17 (Aphrodisias).
3 laying down or affirming, positive statement, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν EM 97.38.
4 laying aside, giving up, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. καταθέσει, κτηματίτην.
5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C.
6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.).
7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1349] ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.

Greek (Liddell-Scott)

κατάθεσις: -εως, ἡ, ὅταν οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα κάτω, διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· καταβολή, χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, αὐτόθι 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - ὡσαύτως, κατάθεσις, ὁμολογία, Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) ἐγκατάλειψις, τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) κατάθεσις σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.

Russian (Dvoretsky)

κατάθεσις: εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατατίθημικατά + τίθημι, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.