κατάθεσις: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katathesis | |Transliteration C=katathesis | ||
|Beta Code=kata/qesis | |Beta Code=kata/qesis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[layering]] of branches for propagation, κ. κλάδων [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ ''Gp.''9.5.1: generally, [[planting]], Χορτασμάτων ''PStrassb.''10.10(iii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[paying down]], [[payment]], Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in ''CIG''2826.17 (Aphrodisias).<br><span class="bld">3</span> [[laying down]] or [[affirming]], [[positive statement]], δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν ''EM'' 97.38.<br><span class="bld">4</span> [[laying aside]], [[giving up]], τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. [[καταθέσει]], [[κτηματίτην]].<br><span class="bld">5</span> in Surgery, [[position]], '[[putting up]]' of a limb, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[κατατεῖναι]], Pall. in Hp.Fract.12.273 C.<br><span class="bld">6</span> in Law, [[promise]], [[covenant]], Just.''Nov.''85.3.1, 94.2; also, [[disposition]], POxy.243.11 (i A.D.), ''Sammelb.''5679.18 (iv A.D.).<br><span class="bld">7</span> [[burial]], POxy.475.31 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, | |lstext='''κατάθεσις''': -εως, ἡ, [[ὅταν]] οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα [[κάτω]], διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· [[καταβολή]], χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, [[αὐτόθι]] 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) [[βεβαίωσις]], [[ἐπιβεβαίωσις]], Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - [[ὡσαύτως]], [[κατάθεσις]], [[ὁμολογία]], Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) [[ἐγκατάλειψις]], τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) [[κατάθεσις]] σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάθεσις:''' εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.). | |elrutext='''κατάθεσις:''' εως ἡ [[сажание]], [[посадка]] (τῶν κλάδων Diod.). | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[κατατίθημι]] → [[κατά]] + [[τίθημι]], ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A layering of branches for propagation, κ. κλάδων D.S.2.53; φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1: generally, planting, Χορτασμάτων PStrassb.10.10(iii A.D.).
2 paying down, payment, Ph.2.224, Poll.4.47, 5.103, dub. in CIG2826.17 (Aphrodisias).
3 laying down or affirming, positive statement, δύο στερήσεις κ. ποιοῦσιν EM 97.38.
4 laying aside, giving up, τοῦ πολέμου Anon. ap. Suid. s. vv. καταθέσει, κτηματίτην.
5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C.
6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.).
7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1349] ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen, Poll. 4, 47 u. a. Sp. – Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen, τῶν κλάδων D. Sic. 2, 53. – Bei Suid. auch κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören; im E. M. Bejahung, p. 97, 38.
Greek (Liddell-Scott)
κατάθεσις: -εως, ἡ, ὅταν οἱ κλάδοι τοῦ φοίνικος πίπτωσι προς τα κάτω, διπλῇ τῇ καταθέσει τῶν κλάδων ἀμφίχαιτα γινόμενα (τὰ στελέχη τῶν φοινίκων) Διόδ. 2. 53· καταβολή, χώσιμον καταβολάδων εἰς τὴν γῆν, Γεωπ. 9. 5, 1· οὕτω, καταθετέον, ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ κατατιθέναι, αὐτόθι 4. 12, 15. 2) πληρωμή, καταβολὴ χρημάτων, ἐπὶ τῇ καταθ. τοῦ φόρου Συλλ. Ἐπιγρ. 2826. 17 (;), πρβλ. Πολυδ. Δ΄ 47, Ε΄, 103, Θωμᾶν Μάγιστρ. 3) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Ἐτυμολ. Μ. 97. 38· - ὡσαύτως, κατάθεσις, ὁμολογία, Ἰω. Μαλαλ. σ. 494. 4) ἐγκατάλειψις, τοῦ πολέμου Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 5) κατάθεσις σώματος εἰς τάφον, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 9598, 9610, κ. ἀλλ.
Russian (Dvoretsky)
κατάθεσις: εως ἡ сажание, посадка (τῶν κλάδων Diod.).
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κατατίθημι → κατά + τίθημι, ὅπου δές για περισσότερα παράγωγα.